Το "broke" είναι ρήμα και είναι επίσης το παρελθόν του ρήματος "break".
Φωνητική μεταγραφή με χρήση Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου: /broʊk/
Η λέξη "broke" έχει δύο βασικές σημασίες στην Αγγλική γλώσσα: 1. Φυσική κατάσταση: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σπάσει ή έχει καταστραφεί (π.χ. ένα αντικείμενο). 2. Οικονομική κατάσταση: Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που δεν έχει χρήματα ή είναι φτωχός.
Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης και σε γραπτά κείμενα.
Η βάζο είναι σπασμένο μετά το ατύχημα.
He feels broke since he lost his job.
Αισθάνεται φτωχός αφού έχασε τη δουλειά του.
The computer is broke; we need to fix it.
Η λέξη "broke" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είμαι αυτή τη στιγμή πολύ φτωχός και δεν μπορώ να βγω έξω.
"Broke the bank"
Η αγορά εκείνου του αυτοκινήτου σχεδόν έσπασε την τράπεζα.
"Broke your heart"
Η λέξη "broke" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "break", το οποίο έχει γερμανικές ρίζες. Το "break" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη “brecan”.