broke - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

broke (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "broke" είναι ρήμα και είναι επίσης το παρελθόν του ρήματος "break".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου: /broʊk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "broke" έχει δύο βασικές σημασίες στην Αγγλική γλώσσα: 1. Φυσική κατάσταση: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σπάσει ή έχει καταστραφεί (π.χ. ένα αντικείμενο). 2. Οικονομική κατάσταση: Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που δεν έχει χρήματα ή είναι φτωχός.

Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης και σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The vase is broke after the accident.
  2. Η βάζο είναι σπασμένο μετά το ατύχημα.

  3. He feels broke since he lost his job.

  4. Αισθάνεται φτωχός αφού έχασε τη δουλειά του.

  5. The computer is broke; we need to fix it.

  6. Ο υπολογιστής είναι κατεστραμμένος; Πρέπει να τον επισκευάσουμε.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "broke" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία

Η λέξη "broke" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "break", το οποίο έχει γερμανικές ρίζες. Το "break" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη “brecan”.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024