bruke είναι ένα ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈbruːkə/.
Η λέξη "bruke" είναι μια σκανδιναβική λέξη που σημαίνει "χρησιμοποιώ" ή "εκμεταλλεύομαι". Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα όπου κάτι χρησιμοποιείται ή καταναλώνεται. Η συχνότητα χρήσης της είναι κυρίως γραπτή, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
I will "bruke" this opportunity wisely.
Θα "χρησιμοποιήσω" αυτή την ευκαιρία σοφά.
You should "bruke" the tools properly for best results.
Πρέπει να "χρησιμοποιείς" τα εργαλεία σωστά για τα καλύτερα αποτελέσματα.
They "bruke" their resources efficiently during the project.
Εκείνοι "χρησιμοποίησαν" τους πόρους τους αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια του έργου.
Η λέξη "bruke" μπορεί να είναι μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων:
Bruke it or lose it.
Χρησιμοποίησέ το ή θα το χάσεις. - Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι πρέπει να αξιοποιήσεις κάτι ενώ το έχεις, αλλιώς θα το χάσεις.
Bruke your head.
Χρησιμοποίησε το κεφάλι σου. - Αυτή η φράση προτρέπει κάποιον να σκεφτεί λογικά ή να ενεργήσει με σύνεση.
Bruke every inch of the opportunity.
Χρησιμοποίησε κάθε εκατοστό της ευκαιρίας. - Ενθαρρύνει να εκμεταλλευτεί κανείς κάθε πτυχή μιας ευκαιρίας.
Don't forget to "bruke" that chance.
Μην ξεχάσεις να "χρησιμοποιήσεις" αυτή την ευκαιρία. - Υποδηλώνει την σημασία της αξιοποίησης μιας ευκαιρίας.
Η λέξη "bruke" προέρχεται από τις σκανδιναβικές γλώσσες, και σχετίζεται με τις λέξεις "bruka" (Σουηδικά) και "bruke" (Νορβηγικά), που έχουν παρόμοια έννοια.
Συνώνυμα:
- χρησιμοποιώ
- εκμεταλλεύομαι
- κάνω χρήση
Αντώνυμα:
- αγνοώ
- παραλείπω
- αποφεύγω
Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε αναλύσει πλήρως τη λέξη "bruke" και τις χρήσεις της στην αγγλική γλώσσα, παρέχοντας πληροφορίες για τη σημασία, τις προτάσεις και τις ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται μαζί της.