Ο όρος "brush-setting mechanism" αποτελείται από δύο μέρη: το "brush" (ουσιαστικό), το "setting" (ουσιαστικό), και το "mechanism" (ουσιαστικό). Με αυτόν τον συνδυασμό, αναφέρεται σε ένα μηχανισμό ρύθμισης (setting) που σχετίζεται με μια βούρτσα (brush).
/ˈbrʌʃ ˈsɛtɪŋ mɪˈkænɪzəm/
Ο όρος "brush-setting mechanism" αναφέρεται σε έναν μηχανισμό σχεδιασμένο για να ρυθμίζει τη θέση ή τις παραμέτρους μιας βούρτσας, είτε αυτό αφορά ηλεκτρικές βούρτσες, βούρτσες ζωγραφικής ή άλλα εργαλεία. Συχνά χρησιμοποιείται σε τεχνικά κείμενα και εγχειρίδια που σχετίζονται με τη μηχανική ή τον σχεδιασμό προϊόντων.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά συμφραζόμενα και είναι πιο συχνός σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Ο μηχανικός εξήγησε τον μηχανισμό ρύθμισης βούρτσας που χρησιμοποιείται στη νέα ηλεκτρική μηχανή.
Proper adjustment of the brush-setting mechanism ensures optimal performance of the tool.
Ο όρος "brush-setting mechanism" δεν έχει ευρέως αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, συνδέεται με μερικές τεχνικές και μηχανικές έννοιες που μπορεί να εμφανίζονται με διάφορους τρόπους:
"Ρύθμισε σωστά τις βούρτσες για ομοιόμορφο φινίρισμα."
"Without a proper brush-setting mechanism, the quality will suffer."
"Χωρίς έναν σωστό μηχανισμό ρύθμισης βούρτσας, η ποιότητα θα υποφέρει."
"The brush-setting mechanism is crucial for achieving the desired texture."
Οι λέξεις που συνθέτουν τον όρο προέρχονται από την αγγλική γλώσσα, με "brush" για τη βούρτσα (προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "brushe"), "setting" από τον όρο "set" που σημαίνει τοποθέτηση ή ρύθμιση, και "mechanism" από το ελληνικό "μηχανή" μέσω της λατινικής λέξης "mechanismus".
Συνώνυμα: - Adjustment mechanism - Control system
Αντώνυμα: - Misalignment - Disarray