Buck hare: Ουσιαστικό (Noun)
/bʌk hɛər/
Buck hare αναφέρεται συγκεκριμένα σε έναν αρσενικό λαγό, συνήθως της ευρωπαϊκής ή αμερικάνικης ποικιλίας. Οι λαγοί είναι γνωστοί για την ταχύτητά τους και την ικανότητά τους να αναπηδούν μεγάλες αποστάσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που αναφέρονται στη φύση, τη βιολογία ή την κυνηγετική πρακτική.
The buck hare hopped quickly through the tall grass.
Ο αρσενικός λαγός φορώντας γρήγορα μέσα από το ψηλό γρασίδι.
We spotted a buck hare during our hike in the countryside.
Είδαμε έναν αρσενικό λαγό κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας μας στην εξοχή.
The buck hare is known for its impressive speed and agility.
Ο αρσενικός λαγός είναι γνωστός για την εντυπωσιακή του ταχύτητα και ικανότητα.
Η έκφραση buck hare δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, υπάρχουν φράσεις που συνδέονται με τους λαγούς γενικότερα:
"Go down the rabbit hole." - To explore complex or confusing topics.
"Πηγαίνω στο λαγουδότρυπα." - Να εξερευνήσω περίπλοκα ή συγκεχυμένα θέματα.
"Hare-brained scheme." - A foolish or impractical plan.
"Σχέδιο με μυαλό λαγού." - Ένα ανόητο ή μη πρακτικό σχέδιο.
"To rabbit on." - To talk incessantly about trivial matters.
"Να μιλάω ασταμάτητα." - Να μιλάς ασταμάτητα για ασήμαντα θέματα.
Η λέξη buck προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "buc" που σημαίνει "αρσενικό ζώο". Η λέξη hare έχει τις ρίζες της στο παλαιό Αγγλικό "hara", που αναφέρεται στον λαγό.
Συνώνυμα: male hare, buck rabbit
Αντώνυμα: doe (αρσενικός λαγός), female hare (θηλυκό λαγός)