Buff μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα, επίθετο ή ουσιαστικό.
/ bʌf /
Η λέξη buff έχει διάφορες σημασίες, ανάλογα με το πώς χρησιμοποιείται: 1. Ως ρήμα: Σημαίνει το να γυαλίζεις ή να προετοιμάζεις κάτι, συχνά για να το κάνεις να φαίνεται καλύτερο. 2. Ως επίθετο: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι καλά γυμνασμένος ή του οποίου το σώμα είναι γεροδεμένο. 3. Ως ουσιαστικό: Μπορεί να αναφέρεται σε ένα μικρό κομμάτι υφάσματος ή σε ένα άτομο που είναι καλά γυμνασμένο.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, ειδικά αναφερόμενη σε γυμνασμένα άτομα ή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την προετοιμασία ή τη φροντίδα.
Αποφάσισε να γυαλίσει το αυτοκίνητο για να λάμπει.
After working out for months, he became quite buff.
Μετά από μήνες γυμναστικής, έγινε αρκετά γεροδεμένος.
She used a special cloth to buff the wooden table.
Ήρθε η ώρα να βελτιώσω τις ικανότητές μου για την επερχόμενη εξέταση.
Buff out: Αφαιρώ γρατσουνιές ή ατέλειες
Πρέπει να αφαιρέσουμε αυτές τις γρατσουνιές από την επιφάνεια.
Buff guy: Γεροδεμένος άνδρας
Η λέξη buff προέρχεται από τη γαλλική λέξη boef, που σημαίνει "βόδι", πιθανότητα αναφέροντας την ιδέα της δύναμης ή του σωματικού μεγέθους. Η σύνδεση με το "γυάλισμα" μπορεί να προέρχεται από την αρχική χρήση της λέξης για την περιγραφή δερμάτινων υφασμάτων που χρησιμοποιούνται για να γυαλίζουν επιφάνειες.
Συνώνυμα: - Ρήμα: polish, shine - Επίθετο: muscular, strong - Ουσιαστικό: knapsack, buffing cloth
Αντώνυμα: - Ρήμα: dull, tarnish - Επίθετο: weak, frail - Ουσιαστικό: none
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "buff" στη γλώσσα Αγγλικά.