Η φράση "building ban" είναι ουσιαστικό.
/bɪldɪŋ bæn/
Η φράση "building ban" αναφέρεται σε μια νομική ή διοικητική απαγόρευση που εμποδίζει ή περιορίζει τη δόμηση κτηρίων σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Συνήθως επιβάλλεται για λόγους όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η διατήρηση ιστορικών κτηρίων ή η ρύθμιση της ανάπτυξης μιας περιοχής.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή πολιτικά συμφραζόμενα, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με την ανάπτυξη γης και τις πολεοδομικές ρυθμίσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο όπως σε άρθρα, νομικά έγγραφα και αναφορές.
The city implemented a building ban to preserve the historical architecture.
(Η πόλη εφάρμοσε μια απαγόρευση δόμησης για να διατηρήσει την ιστορική αρχιτεκτονική.)
Residents protested against the building ban, arguing it would harm local businesses.
(Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν κατά της απαγόρευσης δόμησης, υποστηρίζοντας ότι θα επηρεάσει τις τοπικές επιχειρήσεις.)
Η φράση "building ban" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στη συζήτηση σχετικά με το θέμα:
The developers are eager to lift the building ban so they can start their new project. (Οι αναπτυξιακές εταιρείες είναι πρόθυμες να άρουν την απαγόρευση δόμησης ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν το νέο τους έργο.)
"Impose a building ban" – Να επιβάλουμε μια απαγόρευση δόμησης.
The government decided to impose a building ban in flood-prone areas. (Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει μια απαγόρευση δόμησης σε περιοχές επιρρεπείς σε πλημμύρες.)
"Building ban in effect" – Απαγόρευση δόμησης σε ισχύ.
Η λέξη "building" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "bylden" που σημαίνει "κτίριο" και προέρχεται από το ρήμα "build" (να χτίζω). Η λέξη "ban" έχει γαλλικές ρίζες, προέρχεται από τη λέξη "ban", που σημαίνει "απαγόρευση" ή "διοίκηση".