Φράση (Phrase)
/ˈbɪlt ʌp ˈsɛkʃən/
Η φράση "built-up section" αναφέρεται σε μια περιοχή που έχει αναπτυχθεί και κατασκευαστεί με κτίρια και υποδομές, συνήθως σε αντίθεση με αδόμητες ή λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά σε αστικά και αρχιτεκτονικά πλαίσια και σχετίζεται με την εκτίμηση των κτιρίων και της υποδομής.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε μελέτες αστικών αναπτύξεων ή σε κανονισμούς κατασκευής. Η χρήση της είναι συχνή σε τεχνικά και νομικά κείμενα.
Η πόλη αποφάσισε να επενδύσει στο κατασκευασμένο τμήμα για να βελτιώσει την υποδομή.
Traffic congestion is often worse in the built-up section of the town.
Η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι συχνά χειρότερη στην πυκνοδομημένη περιοχή της πόλης.
Many businesses thrive in the built-up section near the downtown area.
Η φράση "built-up section" μπορεί να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά η έννοά της σχετίζεται με κάποιες κοινές εκφράσεις που περιγράφουν αστικά περιβάλλοντα.
Στην πυκνοδομημένη περιοχή, ο ορίζοντας είναι πραγματικά εντυπωσιακός.
The built-up section is where most of the city's activities happen.
Το κατασκευασμένο τμήμα είναι εκεί όπου συμβαίνουν οι περισσότερες δραστηριότητες της πόλης.
We have to consider the built-up section for our urban planning project.
Η λέξη "built" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "build" (κατασκευάζω) και η λέξη "up" έχει την έννοια της ολοκλήρωσης ή της αύξησης. Η λέξη "section" προέρχεται από το λατινικό "sectio," που σημαίνει το να κόβεις ή να χωρίζεις.
Συνώνυμα: - Developed area - Urban area - Constructed section
Αντώνυμα: - Unbuilt area - Rural area - Undeveloped section