"Bulk channel" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bʌlk ˈtʃænəl/
Η φράση "bulk channel" αναφέρεται σε κανάλια ή μεθόδους διανομής προϊόντων ή υπηρεσιών σε μεγάλες ποσότητες, συχνά με εκπτώσεις ή προσφορές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εμπορικά και βιομηχανικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε έγγραφα και αναφορές που σχετίζονται με το εμπόριο, τις πωλήσεις και τη διανομή.
Αποφασίσαμε να πουλήσουμε τα προϊόντα μας μέσω ενός χονδρικού καναλιού για να αυξήσουμε τις πωλήσεις.
The bulk channel is ideal for retailers looking to reduce costs.
Το χονδρικό κανάλι είναι ιδανικό για τους λιανοπωλητές που θέλουν να μειώσουν τα έξοδα.
Many companies benefit from using a bulk channel for their supply chain.
Η φράση "bulk channel" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις στο επιχειρηματικό και εμπορικό πλαίσιο:
Η αγορά σε μεγάλες ποσότητες μέσω ενός χονδρικού καναλιού μπορεί να σας εξοικονομήσει χρήματα.
"Accessing a bulk channel allows businesses to streamline their supply processes."
Η πρόσβαση σε ένα χονδρικό κανάλι επιτρέπει στις επιχειρήσεις να απλοποιήσουν τις διαδικασίες εφοδιασμού.
"Using a bulk channel provides not only savings but also efficiency."
Η λέξη "bulk" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "bulk", που σημαίνει "μεγάλη ποσότητα". Ο όρος "channel" προέρχεται από τη λατινική λέξη "canalis", που σημαίνει "κανάλι" ή "διάδρομος".
Συνώνυμα: - Wholesale channel - Mass distribution channel
Αντώνυμα: - Retail channel - Individual sales channel