bulk channel - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bulk channel (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Bulk channel" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/bʌlk ˈtʃænəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "bulk channel" αναφέρεται σε κανάλια ή μεθόδους διανομής προϊόντων ή υπηρεσιών σε μεγάλες ποσότητες, συχνά με εκπτώσεις ή προσφορές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εμπορικά και βιομηχανικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε έγγραφα και αναφορές που σχετίζονται με το εμπόριο, τις πωλήσεις και τη διανομή.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. We decided to sell our products through a bulk channel to increase sales.
  2. Αποφασίσαμε να πουλήσουμε τα προϊόντα μας μέσω ενός χονδρικού καναλιού για να αυξήσουμε τις πωλήσεις.

  3. The bulk channel is ideal for retailers looking to reduce costs.

  4. Το χονδρικό κανάλι είναι ιδανικό για τους λιανοπωλητές που θέλουν να μειώσουν τα έξοδα.

  5. Many companies benefit from using a bulk channel for their supply chain.

  6. Πολλές εταιρείες επωφελούνται από τη χρήση ενός χονδρικού καναλιού για την εφοδιαστική τους αλυσίδα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "bulk channel" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις στο επιχειρηματικό και εμπορικό πλαίσιο:

  1. "Buying in bulk through a bulk channel can save you money."
  2. Η αγορά σε μεγάλες ποσότητες μέσω ενός χονδρικού καναλιού μπορεί να σας εξοικονομήσει χρήματα.

  3. "Accessing a bulk channel allows businesses to streamline their supply processes."

  4. Η πρόσβαση σε ένα χονδρικό κανάλι επιτρέπει στις επιχειρήσεις να απλοποιήσουν τις διαδικασίες εφοδιασμού.

  5. "Using a bulk channel provides not only savings but also efficiency."

  6. Η χρήση ενός χονδρικού καναλιού προσφέρει όχι μόνο εξοικονόμηση αλλά και αποδοτικότητα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "bulk" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "bulk", που σημαίνει "μεγάλη ποσότητα". Ο όρος "channel" προέρχεται από τη λατινική λέξη "canalis", που σημαίνει "κανάλι" ή "διάδρομος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Wholesale channel - Mass distribution channel

Αντώνυμα: - Retail channel - Individual sales channel



25-07-2024