Bull-wheel είναι ουσιαστικό.
/fʊl wɪl/
Η λέξη bull-wheel αναφέρεται σε έναν μεγάλο τροχό που χρησιμοποιείται συχνά σε μηχανές ή συστήματα ανύψωσης, όπως οι ανελκυστήρες ή οι ιμάντες μεταφοράς. Ο bull-wheel λειτουργεί σαν σημείο έλξης για τη μετάδοση κίνησης και χρησιμοποιείται ευρέως σε εξοπλισμό outdoor, όπως σκι και αναρριχήσεις. Στη γλώσσα των αγγλόφωνων χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικούς και βιομηχανικούς τομείς.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ειδικά κείμενα που σχετίζονται με μηχανική ή τεχνολογία, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις μεταξύ επαγγελματιών αυτών των τομέων.
Ο τροχός ανύψωσης στο αναβατήρα σκι χρειάζεται συντήρηση πριν από την χειμερινή σεζόν.
The engineers designed a new bull-wheel to improve the efficiency of the elevator system.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα νέο βοήθημα για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα του συστήματος ανελκυστήρων.
During the climb, the bull-wheel helped in managing the cable tension.
Ο όρος bull-wheel δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορείς να τον ακούσεις σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα.
"Ο τροχός ανύψωσης γύρισε ομαλά κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής λειτουργίας."
"If the bull-wheel is malfunctioning, the entire system could fail."
"Αν ο τροχός ανύψωσης έχει βλάβη, ολόκληρο το σύστημα μπορεί να αποτύχει."
"They installed a new bull-wheel to enhance the lift's performance."
Η λέξη bull πιθανότατα προέρχεται από τη σύγκριση με την ισχύ του βόδιου που συμβολίζει τη δύναμη, ενώ η λέξη wheel προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "whele", που σημαίνει "τροχός". Ο συνδυασμός των δύο όρων υποδηλώνει έναν ισχυρό και μεγάλο τροχό.
Συνώνυμα: - Τροχός ανύψωσης - Βολάν
Αντώνυμα: - Δισκοειδής (σχέση με μικρότερους ή λιγότερο ισχυρούς τροχούς) - Καθιστός (χρησιμοποιούνται για μη περιστρεφόμενα μέρη)