συνοδευτική φράση (noun phrase)
/ˈbʌlɪt wuːnd/
Η φράση "bullet wound" αναφέρεται σε τραύμα ή πληγή που προκαλείται από σφαίρα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και νομικά πλαίσια για να περιγράψει τον τύπο του τραύματος που μπορεί να έχει προέλθει από σφαίρα πυροβόλου όπλου. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ιατρική, την αστυνομία και τις εγκληματολογικές έρευνες.
Ο ασθενής εισήχθη με τραύμα από σφαίρα στην κοιλιά.
Investigators found bullet wounds on the scene of the crime.
Οι ερευνητές βρήκαν τραύματα από σφαίρες στη σκηνή του εγκλήματος.
After the gunfight, he sustained several bullet wounds.
Η φράση "bullet wound" μπορεί να χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι άμεσες ιδιωματικές χρήσεις είναι λιγότερο συχνές. Όμως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μπορεί να συνδυαστεί με άλλα στοιχεία για να περιγράψει καταστάσεις.
"Βγήκε έξω με ένα τραύμα από σφαίρα της δόξας."
"The evidence pointed to a bullet wound in the investigation."
"Τα αποδεικτικά στοιχεία έδειξαν ένα τραύμα από σφαίρα στην έρευνα."
"Survivors of bullet wounds often face emotional scars."
Η λέξη "bullet" προέρχεται από την παλαιογαλλική λέξη “bollete”, που σημαίνει μικρό βλήμα. Η λέξη "wound" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη “wund”, που σημαίνει πληγή ή τραύμα. Οι δύο αυτές λέξεις συνδυάζονται για να περιγράψουν μια συγκεκριμένη κατάσταση τραυματισμού.
Συνώνυμα: - gunshot wound (τραύμα από πυροβολισμό) - firearm injury (τραυματισμός από πυροβόλο όπλο)
Αντώνυμα: Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν φράσεις όπως "safe condition" (ασφαλής κατάσταση) ή "uninjured" (χωρίς τραύμα).