Ο όρος "bully boy" αποτελεί μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/bʊli bɔɪ/
Ο όρος "bully boy" αναφέρεται συχνά σε ένα αγόρι ή άνδρα που συμπεριφέρεται επιθετικά και εκφοβιστικά προς άλλους. Η χρήση του είναι συνήθως αρνητική και συνδέεται με τα χαρακτηριστικά του εκφοβισμού. Η συχνότητα χρήσης της φράσης ποικίλλει, αλλά είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο και σε κοινωνικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια που αφορούν τον εκφοβισμό.
Ήταν πάντα το πρόσωπο που εκφοβίζει στο σχολείο, καταπιέζοντας τους πιο αδύνατους μαθητές.
The bully boy thought he could intimidate everyone around him.
Ο εκφοβιστής νόμιζε ότι μπορούσε να τρομάξει όλους γύρω του.
No one wanted to stand up to the bully boy because he was so aggressive.
Η φράση "bully boy" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον εκφοβισμό ή την επιθετικότητα.
"Δημιουργεί πάλι την εικόνα του εκφοβιστή, προσπαθώντας να τρομάξει όλους στην αίθουσα."
"Being a bully boy won't earn you respect in this community."
"Το να είσαι εκφοβιστής δεν θα σου κερδίσει τον σεβασμό σε αυτήν την κοινότητα."
"She didn’t expect her little brother to turn into a bully boy at school."
"Δεν περίμενε ότι ο μικρός αδελφός της θα μεταμορφωνόταν σε εκφοβιστή στο σχολείο."
"The game is more enjoyable when there’s no bully boy in the group."
Η φράση "bully boy" πιθανώς προέρχεται από τον όρο "bully", που αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει κάποιον που ήταν καλός ή αγαπητός, αλλά στην πορεία (από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά) απέκτησε τη σημασία του άτομου που επιτίθεται ή εκφοβίζει τους άλλους.
Συνώνυμα: - Εκφοβιστής - Επιθετικός άνδρας
Αντώνυμα: - Υποστηρικτής - Φίλος
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια σφαιρική εικόνα για τον όρο "bully boy", καλύπτοντας τις σημαντικές πτυχές της χρήσης του στη γλώσσα και την κοινωνία.