bump - ρήμα / ουσιαστικό
/bʌmp/
Η λέξη "bump" μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως ρήμα όσο και ως ουσιαστικό. Ως ρήμα, σημαίνει να χτυπήσει κάτι ή κάποιον, να κάνει μία πρόσκρουση, ή να προκαλέσει μία ανύψωση ή προεξοχή. Ως ουσιαστικό, αναφέρεται σε ένα χτύπημα ή μία προεξοχή.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και μπορεί να συναντηθεί πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά έχει και γραπτές χρήσεις.
The car hit a bump in the road.
Το αυτοκίνητο χτύπησε μια ανωμαλία στο δρόμο.
She felt a bump on her head after the fall.
Ένιωσε ένα χτύπημα στο κεφάλι μετά την πτώση.
I accidentally bumped into him at the store.
Τυχαία τον χτύπησα σε μαγαζί.
Sometimes you have to expect a bump in the road when starting a new project.
Μερικές φορές πρέπει να περιμένεις ένα εμπόδιο όταν ξεκινάς ένα νέο έργο.
Bump up
σημαίνει να αυξάνεις κάτι (π.χ. τιμή, βαθμό).
We need to bump up the budget for this project.
Πρέπει να αυξήσουμε τον προϋπολογισμό για αυτό το έργο.
Bump into someone
σημαίνει να συναντήσεις τυχαία κάποιον.
I bumped into my old friend at the café yesterday.
Τη χτες έπεσα πάνω σε έναν παλιό φίλο στο καφέ.
Bump the brakes
σημαίνει να μειώσεις την ταχύτητα ή να είσαι πιο προσεκτικός.
You need to bump the brakes on your spending if you're running out of money.
Πρέπει να μειώσεις τις δαπάνες σου αν τελειώνουν τα λεφτά σου.
Bump one's gums
αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει ή παραπονιέται χωρίς να έχει ουσία.
He is always bumping his gums about politics.
Πάντα παραπονιέται για την πολιτική.
Bump up the volume
σημαίνει να αυξήσεις την ένταση της μουσικής ή ήχου.
Η λέξη "bump" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bumpe" (προεξοχή ή χτύπημα) και σχετίζεται με την γερμανική λέξη “bumpen”, που σημαίνει να χτυπάς ή να συγκρούεσαι.
Συνώνυμα: hit, knock, collide, jolt
Αντώνυμα: avoid, swerve, dodge