Το "bumping" είναι ουσιαστικό και μετοχή.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈbʌmpɪŋ/
Η λέξη "bumping" προέρχεται από το ρήμα "bump", που σημαίνει να χτυπάς ή να προσκρούεις σε κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στην περιγραφή της φυσικής κίνησης αντικειμένων ή σε ασχολίες που σχετίζονται με το παρκάρισμα ή την οδήγηση. Στη γλώσσα των νέων, σημαίνει επίσης την αύξηση ή το ανέβασμα ενός θέματος στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό.
The car was bumping against the sidewalk.
(Το αυτοκίνητο χτυπούσε τον πεζόδρομο.)
He heard the bumping noise in the attic.
(Άκουσε τον θόρυβο του χτυπήματος στη σοφίτα.)
We were bumping into friends at the event.
(Συναντήσαμε φίλους στο γεγονός.)
Η λέξη "bump" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα:
Example: "We faced a bump in the road during our project."
(Συναντήσαμε ένα εμπόδιο κατά τη διάρκεια του έργου μας.)
Bump up
Example: "They decided to bump up the prices of their products."
(Αποφάσισαν να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους.)
Bump heads
Example: "They often bump heads on important decisions."
(Συχνά διαφωνούν σε σημαντικές αποφάσεις.)
Bump into
Η λέξη "bump" προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "bumpian", που σημαίνει "να χτυπάς" ή "να κουνιέσαι". Η χρήση της λέξης έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά η βασική έννοια του χτυπήματος παραμένει.
Συνώνυμα: - Hit (χτύπημα) - Knock (χτύπημα)
Αντώνυμα: - Smooth (ομαλός) - Diminish (μειώνω)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "bumping".