Bunker oil είναι ένα ουσιαστικό.
/bʌŋkər ɔɪl/
Το bunker oil αναφέρεται σε ένα είδος βαρέος καυσίμου που χρησιμοποιείται κυρίως σε πλοία και μεγάλες βιομηχανίες για τη λειτουργία κινητήρων και άλλων μηχανών. Είναι συχνά πυονέφιας (viscous) και περιέχει πολλά υδρογονάνθρακες.
Το bunker oil χρησιμοποιείται συχνά στον ναυτιλιακό τομέα, και η χρήση του είναι αρκετά κοινή σε τεχνικά κείμενα και στη βιομηχανία. Εμφανίζεται και σε οικονομικά ή περιβαλλοντικά κείμενα που αναφέρονται στις επιπτώσεις του πετρελαίου.
Η χρήση του bunker oil είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
The ships were filled with bunker oil before departure.
Τα πλοία γέμισαν με bunker πετρέλαιο πριν την αναχώρηση.
Bunker oil prices fluctuate based on global oil markets.
Οι τιμές του bunker πετρελαίου κυμαίνονται με βάση τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου.
Environmental regulations impact the burning of bunker oil.
Οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί επηρεάζουν την καύση του bunker πετρελαίου.
Το bunker oil δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις στον ναυτιλιακό τομέα:
"Cutting down on bunker oil consumption is essential for reducing costs."
Η μείωση της κατανάλωσης του bunker πετρελαίου είναι απαραίτητη για τη μείωση των εξόδων.
"Switching to low-sulfur bunker oil can help meet environmental standards."
Η μετάβαση σε bunker πετρέλαιο χαμηλού θείου μπορεί να βοηθήσει στην εκπλήρωση των περιβαλλοντικών προτύπων.
"The bunker oil market is influenced by geopolitical events."
Η αγορά του bunker πετρελαίου επηρεάζεται από γεωπολιτικά γεγονότα.
Η λέξη "bunker" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, και αναφέρεται σε αποθηκευτικούς χώρους ή θάλασσες, ενώ "oil" απλά σημαίνει "πετρέλαιο". Ενσωματώνει τη σημασία της αποθήκευσης του πετρελαίου στα πλοία για την κίνηση και την ενέργεια.
Συνώνυμα: - Heavy fuel oil - Marine fuel oil
Αντώνυμα: - Clean fuel - Alternative energy sources (π.χ., ηλιακή, αιολική)