Το "buoyant foundation" είναι ένα ουσιαστικό φράση.
/bɔɪənt faʊnˈdeɪʃən/
Η φράση "buoyant foundation" αναφέρεται σε μια μέθοδο θεμελίωσης που επιτρέπει σε ένα κτίριο ή μια κατασκευή να επιπλέει ή να μη καταποντίζεται σε νερό ή άλλη υγρή επιφάνεια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα όπου η τυρφώδης ή υδάτινη γεωλογία είναι παρούσα, και η χρήση της μπορεί να αποτρέψει τη βύθιση της θεμελίωσης λόγω υπερβολικής πίεσης ή κινητικής ενέργειας των υδάτων.
Η φράση "buoyant foundation" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά κείμενα, ειδικά στον τομέα της πολιτικής μηχανικής και της αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τόσο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο όσο είναι στο γραπτό.
The architect designed a buoyant foundation to ensure the safety of the building in flood-prone areas.
(Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε μια επιπλέουσα θεμελίωση για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του κτιρίου σε περιοχές που κινδυνεύουν από πλημμύρες.)
Buoyant foundations are increasingly popular in coastal construction projects.
(Οι επιπλέουσες θεμελιώσεις γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς σε κατασκευαστικά έργα παράκτιας περιοχής.)
Η φράση "buoyant foundation" πιθανόν να μην έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Παρόλα αυτά, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές έννοιες στη μηχανική:
"The success of the design hinges on its buoyant foundation."
(Η επιτυχία του σχεδιασμού εξαρτάται από την επιπλέουσα θεμελίωση του.)
"Without a buoyant foundation, the structure would be at risk."
(Χωρίς μια επιπλέουσα θεμελίωση, η δομή θα ήταν σε κίνδυνο.)
"Engineers must carefully calculate the weight and stability of the buoyant foundation."
(Οι μηχανικοί πρέπει να υπολογίσουν προσεκτικά το βάρος και τη σταθερότητα της επιπλέουσας θεμελίωσης.)
Η λέξη "buoyant" προέρχεται από την αγγλική λέξη “buoy” που σημαίνει "επίκουρος (σκάφος)" και “-ant”, που σημαίνει “που έχει την ιδιότητα”. Η λέξη “foundation” προέρχεται από τη λατινική λέξη “fundatio”, που σημαίνει "θεμέλιο ή ίδρυση".
Συνώνυμα: - Floating foundation - Support system
Αντώνυμα: - Sinking foundation - Buried foundation