Ρήμα
/bɜːrɡl/
Η λέξη "burgle" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει την πράξη της κλοπής μέσα σε ένα κτίριο, συνήθως με τη χρήση βίας ή διάρρηξης. Είναι μια πιο συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη σε αστυνομικά συμφραζόμενα ή συζητήσεις που αφορούν εγκλήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στα γραπτά κείμενα, όπως αναφορές ή ειδήσεις.
The thief tried to burgle the house while the family was away.
(Ο κλέφτης προσπάθησε να κλέψει το σπίτι ενώ η οικογένεια ήταν μακριά.)
It’s a shame that my neighbor's garage was burgled last night.
(Είναι κρίμα που το γκαράζ του γείτονά μου κλάπηκε χτες βράδυ.)
Η λέξη "burgle" μπορεί να εμφανιστεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με εγκλήματα ή διαρρήξεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
They planned to burgle the old mansion, thinking it was abandoned.
(Σχεδίασαν να κλέψουν την παλιά μανιά, πιστεύοντας ότι ήταν εγκαταλελειμμένη.)
The local police are concerned about the rise in burgling incidents in the neighborhood.
(Η τοπική αστυνομία είναι ανήσυχη για την αύξηση των περιστατικών κλοπής στην γειτονιά.)
After the burglars were caught, they confessed to burgling several homes across the city.
(Αφότου οι κλέφτες συνελήφθησαν, ομολόγησαν ότι κλέψαν αρκετά σπίτια σε όλη την πόλη.)
Η λέξη "burgle" προέρχεται από το ρήμα "burglarize", το οποίο σχηματίστηκε από τη λέξη "burglar" (ληστής) και χρησιμοποιήθηκε στο παρακείμενο μορφώματα της γλώσσας Αγγλικά. Η λέξη "burglar" έχει τις ρίζες της στο Λατινικό "burgus", που σημαίνει "κάστρο" ή "φρούριο".
Συνώνυμα: - Rob - Steal - Break in
Αντώνυμα: - Guard - Protect - Secure