burial-place: ουσιαστικό
/ˈbɛr.i.əl pleɪs/
Η λέξη burial-place αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή τόπο όπου γίνεται η ταφή ενός ατόμου. Συνήθως, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τοποθεσίες όπου οι άνθρωποι τοποθετούν τις σωρούς ή τις τέφρες των αγαπημένων τους. Η χρήση της λέξης είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε κείμενα που αφορούν την κηδεία, την ιστορία και την αρχαιολογία, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
The burial-place was marked with a simple stone.
(Ο τόπος ταφής ήταν σημειωμένος με μια απλή πέτρα.)
Many families visit their ancestors' burial-place on special occasions.
(Πολλές οικογένειες επισκέπτονται τον τόπο ταφής των προγόνων τους σε ειδικές περιστάσεις.)
The archaeologists discovered an ancient burial-place during their excavation.
(Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν αρχαίο τόπο ταφής κατά τη διάρκεια της ανασκαφής τους.)
Αν και η λέξη burial-place δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, σχετικές φράσεις και εκφράσεις που σχετίζονται με τον τόπο ταφής περιλαμβάνουν:
"Resting in a sacred burial-place."
(Αναπαύεται σε έναν ιερό τόπο ταφής.)
"They honored their loved ones at the burial-place."
(Τίμησαν τους αγαπημένους τους στον τόπο ταφής.)
"The burial-place holds many memories of the past."
(Ο τόπος ταφής διατηρεί πολλές μνήμες του παρελθόντος.)
"Visiting a burial-place can be an emotional journey."
(Η επίσκεψη σε έναν τόπο ταφής μπορεί να είναι ένα συναισθηματικό ταξίδι.)
Η λέξη burial-place προέρχεται από τη λέξη "burial," που σημαίνει "ταφή," συνδυασμένη με τη λέξη "place," που σημαίνει "τόπος." Η λέξη "burial" έχει τις ρίζες της στη μέση αγγλική μορφή "berial," και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "byrgan," που σημαίνει "να θάβεις."
Συνώνυμα: - τόπος ταφής - νεκροταφείο - ταφικό μέρος
Αντώνυμα: - τόπος ζωής - ζωντανή περιοχή
Μπορεί η λέξη burial-place να μην φέρει την ίδια βαριά χρήση στην καθημερινή γλώσσα, αλλά η σημασία της είναι ανεκτίμητη σε πολιτιστικά και ιστορικά συμφραζόμενα.