Η φράση "buried wiring" αναφέρεται σε καλώδια ηλεκτρισμού ή τηλεπικοινωνιών που είναι τοποθετημένα κάτω από το έδαφος. Αυτή η μέθοδος εγκατάστασης χρησιμοποιείται συχνά για να αποφευχθεί η ορατότητα των καλωδίων και να προστεθεί ασφάλεια, προστασία από καιρικές συνθήκες ή μηχανικές βλάβες.
Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επαγγελματικά περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ηλεκτρική ή κατασκευαστική βιομηχανία.
Η χρήση της φράσης "buried wiring" είναι πιο συχνή σε τεχνικά ή ερευνητικά κείμενα παρά στη συνομιλία.
Ο εργολάβος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει υπόγεια καλωδίωση για το νέο κατασκευαστικό έργο.
Buried wiring eliminates the risk of damage from storms.
Η υπόγεια καλωδίωση εξαλείφει τον κίνδυνο βλάβης από καταιγίδες.
We need to check if the buried wiring meets the safety codes.
Η φράση "buried wiring" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως σχετίζεται ισχυρά με έννοιες της ασφάλειας και της υποδομής στην ηλεκτρολογία. Ακολουθούν μερικές σχετικά σχετικές προτάσεις:
Το θεμέλιο είναι πιο δυνατό με τη χρήση υπόγιας καλωδίωσης.
We can avoid tripping hazards by choosing buried wiring over overhead lines.
Μπορούμε να αποφύγουμε τους κινδύνους πτώσης επιλέγοντας υπόγεια καλωδίωση αντί για εναέριες γραμμές.
Using buried wiring is a common practice in urban planning.
Η λέξη "buried" προέρχεται από το ρήμα "bury", που σημαίνει "θάβω", και "wiring" προέρχεται από το ουσιαστικό "wire", που σημαίνει "καλώδιο". Η σύνθεση των δύο λέξεων κωδικοποιεί την έννοια της τοποθέτησης καλωδίων κάτω από την επιφάνεια.