«Burn into» είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/ˈbɜrn ˈɪntu/
Η φράση «burn into» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ή την διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται βαθιά ενσωματωμένο στη μνήμη ή την αντίληψη κάποιου. Συνήθως αναφέρεται σε εμπειρίες ή γεγονότα που έχουν έντονη συναισθηματική επίδραση, κάνοντάς τα να παραμένουν στη μνήμη.
Η φράση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνότερα στη γραπτή μορφή, ιδίως σε λογοτεχνικά έργα ή σε κείμενα που αναλύουν συναισθηματικές καταστάσεις.
The traumatic event will burn into her memory forever.
(Το τραυματικό γεγονός θα εγγραφεί στη μνήμη της για πάντα.)
His words burned into my mind during that intense conversation.
(Τα λόγια του εγκαθιδρύθηκαν στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια εκείνης της έντονης συζήτησης.)
The image of the sunset burned into my memory as I stood on the beach.
(Η εικόνα του ηλιοβασιλέματος εγκαταστάθηκε στη μνήμη μου καθώς στεκόμουν στην παραλία.)
Σε πολλές περιπτώσεις, η φράση "burn into" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν έντονα συναισθήματα ή εμπειρίες:
Burn into my consciousness
The experience of that day burned into my consciousness, reminding me never to forget.
(Η εμπειρία εκείνης της ημέρας εγκαθιδρύθηκε στη συνείδησή μου, θυμίζοντάς μου να μην ξεχνάω ποτέ.)
Burn into your soul
Some songs burn into your soul, evoking deep emotions each time you listen.
(Ορισμένα τραγούδια εγκαθίστανται στην ψυχή σου, προκαλώντας βαθιά συναισθήματα κάθε φορά που τα ακούς.)
Burn into the fabric of your memory
These moments are burned into the fabric of your memory, shaping who you are.
(Αυτές οι στιγμές είναι εγγεγραμμένες στον ιστό της μνήμης σου, διαμορφώνοντας ποιος είσαι.)
Burn into your heart
Those words will burn into your heart, leaving an everlasting impression.
(Αυτά τα λόγια θα εγκατασταθούν στην καρδιά σου, αφήνοντας μία αιώνια εντύπωση.)
Η φράση «burn into» προέρχεται από τη χρήση της λέξης «burn», που έχει τη ρίζα της σε αρχαίες γερμανικές γλώσσες που σημαίνουν «καίω» ή «καίνε», σε συνδυασμό με την προφορά και την έννοια των λέξεων που δείχνουν τη διαδικασία εγκαθίδρυσης ή αποτύπωσης.
Συνώνυμα: engrave, imprint, etch
Αντώνυμα: erase, forget, obliterate