Το "burnout weight" μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά κυρίως μια σύνθετη φράση σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά συνήθως γίνεται κατανοητή ως Επίθημα + Ουσιαστικό.
/bɜrnˌaʊt weɪt/
Ο όρος "burnout weight" αναφέρεται στην αίσθηση ψυχολογικής ή φυσικής εξάντλησης που νιώθει κάποιος, η οποία μπορεί να έχει σωματικές και ψυχικές συνέπειες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πλαίσια που σχετίζονται με την εργασία, την εκπαίδευση, ή τη διαχείριση του άγχους, όπου οι άνθρωποι μπορεί να συνειδητοποιούν ότι αισθάνονται ένταση και υπερφόρτωση.
Η χρήση της φράσης είναι περισσότερο γραπτή, εμφανίζεται σε άρθρα, βιβλία και αποτελέσματα ερευνών παρά σε καθημερινές συνομιλίες.
Many employees report feeling the burnout weight after long hours of work.
Πολλοί εργαζόμενοι αναφέρουν ότι αισθάνονται το βάρος της εξάντλησης μετά από πολλές ώρες εργασίας.
She struggled to manage her burnout weight while studying for exams.
Αντιμετώπισε δυσκολίες στο να διαχειριστεί το βάρος της εξάντλησης ενώ προετοιμαζόταν για τις εξετάσεις.
Ο όρος "burnout" είναι σημαντικός σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εξάντληση και το άγχος:
"I'm feeling burned out at work."
"Αισθάνομαι εξαντλημένος στη δουλειά."
"He needs a break to recover from his burnout."
"Χρειάζεται ένα διάλειμμα για να αναρρώσει από την εξάντληση."
"Burnout is a common issue in high-pressure jobs."
"Η εξάντληση είναι ένα κοινό πρόβλημα σε δουλειές με υψηλή πίεση."
"They are experiencing a serious burnout from studying too much."
"Αυτοί βιώνουν σοβαρή εξάντληση από την υπερβολική μελέτη."
"To avoid burnout, it's important to find work-life balance."
"Για να αποφύγεις την εξάντληση, είναι σημαντικό να βρεις ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και τη ζωή."
Ο όρος "burnout" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και σχηματίζεται από τη λέξη "burn" (καίω) σε συνδυασμό με το "out" (έξω). Σημαίνει κυριολεκτικά "να καείς έξω", δηλαδή να εξαντληθείς ψυχικά ή σωματικά.
Συνώνυμα: - Exhaustion (εξάντληση) - Fatigue (κόπωση) - Weariness (κούραση)
Αντώνυμα: - Vitality (ζωτικότητα) - Energy (ενέργεια) - Invigoration (ανάταση)