Burnt lime είναι ένα όνομα ουσιαστικό.
/bɜːnt laɪm/
Burnt lime αναφέρεται στον ασβέστη (CaO) που παράγεται μέσω της θερμικής διάσπασης του ασβεστόλιθου (CaCO₃) σε υψηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία και κατασκευές, καθώς και στη γεωργία για τη βελτίωση του εδάφους. Είναι επίσης σημαντικό στη διαδικασία της παραγωγής των τσιμέντων.
Η φράση burnt lime είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο. Αρκετές φορές μπορεί να αναφέρεται σε ρυθμίσεις σχετικές με την κατασκευή, χημεία ή περιβάλλον.
Το κατασκευαστικό έργο απαιτούσε μεγάλες ποσότητες καμμένου ασβέστη για τη σταθεροποίηση του εδάφους.
Burnt lime is often used in water treatment processes to remove impurities.
Ο καμμένος ασβέστης χρησιμοποιείται συχνά σε διαδικασίες επεξεργασίας νερού για την αφαίρεση ακαθαρσιών.
Farmers apply burnt lime to their fields to increase soil pH.
Η φράση burnt lime δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, η κατανόηση του προϊόντος και των εφαρμογών του μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες χρήσεις.
Ο καμμένος ασβέστης αντέδρασε με το όξινο έδαφος, βελτιώνοντας τη σοδειά.
A mixture of burnt lime and water creates a powerful chemical reaction useful for construction.
Ένα μείγμα καμμένου ασβέστη και νερού δημιουργεί μια ισχυρή χημική αντίδραση χρήσιμη για την κατασκευή.
Using burnt lime in your garden can help balance the nutrients in the soil.
Η λέξη lime προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "līme", που σήμαινε "ασβέστης", και έχει τις ρίζες της στα λατινικά "calx", που σημαίνει "ασβέστης". Ο όρος "burnt" ενσωματώνει τη διαδικασία της καύσης, η οποία είναι η διαδικασία που μετατρέπει τον ασβεστόλιθο σε καμμένο ασβέστη.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα για τον burnt lime, τις χρήσεις του, και τη σημασία του στην αγγλική γλώσσα και στη βιομηχανία.