Η φράση "burst of laughter" αποτελεί ουσιαστικό.
/bɜrst əv ˈlæf.tər/
Η φράση "burst of laughter" αναφέρεται σε ένα ξαφνικό και έντονο γέλιο, συχνά που προκύπτει αυθόρμητα και είναι συνήθως μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει στιγμές όπου οι άνθρωποι γελούν δυνατά λόγω μιας αστείας κατάστασης ή ενός αστείου.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και ανήκει περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα, ειδικά όταν περιγράφεται μια σκηνή ή ένα γεγονός.
"The joke was so funny that it led to a burst of laughter."
"Το αστείο ήταν τόσο αστείο που προκάλεσε ένα ξαφνιό γέλιο."
"At the party, there was a burst of laughter when someone slipped on the floor."
"Στο πάρτι, υπήρξε ένα ξαφνιό γέλιο όταν κάποιος γλίστρησε στο πάτωμα."
"Her unexpected comment triggered a burst of laughter among friends."
"Η απροσδόκητη παρατήρησή της προκάλεσε ένα ξαφνιό γέλιο μεταξύ φίλων."
Η φράση "burst of laughter" είναι συνήθως μέρος διαφορετικών idiomatic expressions, όπως:
"His silly dance moved everyone to an outburst of laughter."
"Ο χαζός χορός του προκάλεσε σε όλους μια έξαρση γέλιου."
"a spontaneous burst of laughter"
"During the serious discussion, someone made a joke that led to a spontaneous burst of laughter."
"Κατά τη διάρκεια της σοβαρής συζήτησης, κάποιος είπε ένα αστείο που προκάλεσε έναν αυθόρμητο ξαφνιό γέλιο."
"laughter burst forth"
Η λέξη "burst" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bersten," που σημαίνει "σπάω". Η λέξη "laughter" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "laehter," που αναφέρεται στον ήχο του γέλιου.
Συνώνυμα: - Outburst of mirth - Spontaneous giggle - Fit of giggles
Αντώνυμα: - Silence - Somberness - Gloom
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της φράσης "burst of laughter" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Αγγλικά, καθώς και στα ελληνικά.