bushveld - Ουσιαστικό
/bʊʃ.vɛld/
Η λέξη bushveld αναφέρεται σε μια περιοχή με πλούσια βλάστηση, κυρίως θάμνους και ξυλώδη φυτά, που συχνά βρίσκεται σε ζεστές και ξηρές κλιματικές συνθήκες. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει οικοσυστήματα στην Αφρική, ιδιαίτερα στη Νότια Αφρική. Παρόλο που είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.
Το bushveld είναι το σπίτι μιας ποικιλίας άγριας ζωής, συμπεριλαμβανομένων των αντιλόπων και των πουλιών.
We spent our holiday exploring the beauty of the bushveld at a local game reserve.
Περάσαμε τις διακοπές μας εξερευνώντας την ομορφιά του bushveld σε μια τοπική προστατευόμενη περιοχή.
The colors of the bushveld during sunset are truly breathtaking.
Η λέξη "bushveld" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παροιμίες και περιγραφές που σχετίζονται με τη φύση και την άγρια ζωή. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Η ζωή στο bushveld σε διδάσκει τους ρυθμούς της φύσης.
In the bushveld, one learns to appreciate the little things in life.
Στο bushveld, μαθαίνει κανείς να εκτιμά τα μικρά πράγματα στη ζωή.
The charm of the bushveld lies in its natural beauty.
Η γοητεία του bushveld βρίσκεται στην φυσική του ομορφιά.
Wandering through the bushveld can be a soul-refreshing experience.
Η λέξη "bushveld" προέρχεται από την Αφρικανική γλώσσα, όπου "bush" σημαίνει θάμνος και "veld" σημαίνει ανοιχτό ή πεδίο. Έτσι, η λέξη συνδυάζει την έννοια ανοιχτού χώρου που περιβάλλεται από θάμνους.
Συνώνυμα: - Brushland - Scrubland
Αντώνυμα: - Urban area (αστική περιοχή) - Farmland (γεωργική γη)