Business dealings είναι μια φράση που λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό.
Phonetic transcription: /ˈbɪznəs ˈdiːlɪŋz/
Η φράση "business dealings" αναφέρεται σε επαγγελματικές δραστηριότητες ή συναλλαγές που γίνονται μεταξύ διάφορων φορέων ή ατόμων, συνήθως σχετιζόμενες με την αγορά και πώληση αγαθών ή υπηρεσιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, ιδιαίτερα σε επιχειρηματικούς κύκλους.
Η φράση χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε αναφορές ή συμβάσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο σε επαγγελματικές συζητήσεις.
The company's business dealings have expanded into international markets.
(Οι επιχειρηματικές συναλλαγές της εταιρείας έχουν επεκταθεί σε διεθνείς αγορές.)
He is known for his transparent business dealings.
(Είναι γνωστός για τις διαφανείς επιχειρηματικές του συναλλαγές.)
Η φράση "business dealings" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
He plays it safe in his business dealings.
(Παίζει ασφαλή παιχνίδι στις επιχειρηματικές του συναλλαγές.)
Their business dealings were under scrutiny.
(Οι επιχειρηματικές τους συναλλαγές υπόκεινται σε έλεγχο.)
She has a knack for closing business dealings efficiently.
(Έχει ένα ταλέντο να κλείνει τις επιχειρηματικές συναλλαγές αποτελεσματικά.)
It’s important to keep records of your business dealings.
(Είναι σημαντικό να κρατάτε αρχεία για τις επιχειρηματικές σας συναλλαγές.)
Mistrust can harm future business dealings.
(Η δυσπιστία μπορεί να βλάψει τις μελλοντικές επιχειρηματικές συναλλαγές.)
Ο όρος "business" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bisignis," που σημαίνει "απασχόληση" ή "δραστηριότητα." Η λέξη "dealings" προέρχεται από το "deal," που σημαίνει "να διαχειρίζεσαι," "να ενεργείς" σε σχέση με άλλους, και το αντίστοιχο "-ings" δηλώνει διαδικασία ή κατάσταση.