Το "buspirone" είναι ουσιαστικό.
/bjuːˈspaɪroʊn/
Η λέξη "buspirone" δεν έχει ακριβή μετάφραση, καθώς είναι το όνομα ενός φαρμάκου και συνήθως παραμένει αμετάφραστο. Ωστόσο, παραφράζεται ως "βουσπιρόνη".
Η "buspirone" είναι ένα αγχολυτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της γενικής αγχώδους διαταραχής (GAD). Δρα ελέγχοντας τη νευροχημεία του εγκεφάλου, ιδίως μέσω των υποδοχέων σεροτονίνης και ντοπαμίνης. Σε σύγκριση με άλλα αγχολυτικά, η buspirone έχει λιγότερο έντονα ηρεμιστικά αποτελέσματα και ενδέχεται να μην προκαλεί εξάρτηση.
Η "buspirone" χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική και φαρμακολογία, κυρίως σε κλινικά και επιστημονικά κείμενα, διότι αφορά ειδικές ιατρικές θεραπείες και προσεγγίσεις για τη διαχείριση του άγχους.
Ο γιατρός συνταγογράφησε βουσπιρόνη για να βοηθήσει στη διαχείριση του άγχους της.
Buspirone is often used as a long-term treatment for anxiety disorders.
Η "buspirone" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να βρεθεί σε κλινικές ή φαρμακολογικές συζητήσεις. Εδώ είναι μερικές εκφράσεις σχετικές με το άγχος που περιλαμβάνουν το φάρμακο.
Πολλοί ασθενείς βρίσκουν ανακούφιση από το άγχος με τη βουσπιρόνη.
Switching to buspirone from other anxiolytics can be beneficial.
Η μετάβαση σε βουσπιρόνη από άλλα αγχολυτικά μπορεί να είναι ωφέλιμη.
Patients should discuss the potential side effects of buspirone with their healthcare provider.
Η "buspirone" σχετίζεται με τη χημική της σύνθεση και ονομάστηκε από την ερευνητική ονομασία που περιλαμβάνει τις βασικές χημικές δομές που τη χαρακτηρίζουν. Δεν έχει ελληνικές ρίζες, καθώς είναι προερχόμενη από αγγλικές και διεθνείς ιατρικές ορολογίες.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα σχετικά με τη buspirone, τους ρόλους και τις σημαντικές πληροφορίες που σχετίζονται με αυτήν.