Το "bustling" είναι επίθετο (adjective).
/bʌs.lɪŋ/
Η λέξη "bustling" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο ή μια κατάσταση που είναι πολύ ενεργητική και γεμάτη δραστηριότητα, συνήθως με πολλούς ανθρώπους να κινούνται γύρω. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές πόλεων, αγορών ή άλλων δημοφιλών τόπων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο.
The city was bustling with tourists during the holiday season.
Η πόλη ήταν πολυάσχολη με τουρίστες κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.
The bustling market was filled with the sounds of vendors calling out.
Η πολυάσχολη αγορά ήταν γεμάτη με τους ήχους των εμπόρων να φωνάζουν.
She loves to walk through the bustling streets of New York.
Αγαπά να περπατά στους πολυάσχολους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Η λέξη "bustling" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που δηλώνουν ζωντάνια και δραστηριότητα.
The bustling atmosphere of the café made it my favorite spot.
Η πολυάσχολος ατμόσφαιρα του καφετέριας το έκανε το αγαπημένο μου σημείο.
You can always find something interesting in a bustling marketplace.
Μπορείς πάντα να βρεις κάτι ενδιαφέρον σε μια πολυάσχολη αγορά.
The bustling city life is both exciting and overwhelming at times.
Η πολυάσχολη ζωή της πόλης είναι και συναρπαστική και συναισθηματικά επιβαρυντική κάποιες φορές.
She thrived in the bustling environment of the office.
Αναπτύχθηκε στο πολυάσχολο περιβάλλον του γραφείου.
The bustling crowd at the festival added to the joyful spirit.
Το πολυάσχολο πλήθος στο φεστιβάλ πρόσθεσε στη χαρούμενη διάθεση.
For a taste of local culture, visit the bustling streets at night.
Για μια γεύση από την τοπική κουλτούρα, επισκεφθείτε τους πολυάσχολους δρόμους τη νύχτα.
Η λέξη "bustling" προέρχεται από το ρήμα "bustle", το οποίο έχει τις ρίζες του σε παλαιότερα αγγλικά και έχει συνδεθεί με τις έννοιες της κίνησης και της δραστηριότητας.
Συνώνυμα: - busy - lively - active
Αντώνυμα: - quiet - tranquil - calm