Το "busulfan" είναι ένα ουσιαστικό.
/bəˈsuːlfən/
Το "busulfan" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "βουσουλφάν".
Το Busulfan είναι ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία ορισμένων τύπων καρκίνου, όπως η λευχαιμία. Η χρήση του είναι συχνή στον ιατρικό τομέα, κυρίως σε περιβάλλοντα νοσοκομείων για χημειοθεραπεία. Η γραπτή του χρήση είναι σημαντική, κυρίως σε ιατρικές αναφορές και μελέτες.
Ο γιατρός συνταγογράφησε βουσουλφάν για τη θεραπεία της λευχαιμίας του ασθενούς.
Busulfan can cause serious side effects, so regular monitoring is essential.
Το βουσουλφάν μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, οπότε η τακτική παρακολούθηση είναι απαραίτητη.
After several cycles of busulfan, the patient showed significant improvement.
Το "busulfan" δεν έχει κοινώς χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι ένα τεχνικό ιατρικό όρο. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφερθούν οι επιδράσεις του φαρμάκου σε κάποιες σκεπασμένες ή σχετικές ιδέες:
"Η διαδικασία θεραπείας με βουσουλφάν απαιτεί πολλή υποστήριξη."
"Living with the side effects of busulfan can be challenging."
"Η ζωή με τις παρενέργειες του βουσουλφάν μπορεί να είναι προκλητική."
"Busulfan is often part of a combination therapy for better results."
Η λέξη "busulfan" προέρχεται από τις χημικές του ενώσεις. Συνδυάζει το "butane" και το "sulfonate", αναφερόμενη στη μοριακή του δομή που περιλαμβάνει θείο και οξυγόνο.
Συνώνυμα: - Busulfex (εμπορική ονομασία)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα, αλλά μπορεί να αναφέρεται στους όρους που είναι ομιλούμενοι ως μη χημειοθεραπευτικές παρεμβάσεις ή άλλες θεραπείες που δεν βασίζονται σε χημικά.
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του "busulfan", τα χαρακτηριστικά του, και την εφαρμογή του στον ιατρικό τομέα.