Ο όρος "butt plate" είναι ουσιαστικό.
/bʌt pleɪt/
Ο όρος "butt plate" αναφέρεται συνήθως σε μια πλάκα ή κάλυμμα που τοποθετείται στο οπίσθιο τμήμα ενός όπλου, όπως ένα τουφέκι, για να παρέχει στήριξη και άνεση κατά τη διάρκεια της βολής. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε άλλες εφαρμογές, όπως σε όργανα ή ηλεκτρονικές συσκευές, όπου χρειάζεται στήριξη στην πίσω πλευρά.
Η συχνότητα χρήσης του "butt plate" είναι αρκετά υψηλή ανάμεσα στους ενθουσιώδες του σκοπευτικού αθλήματος και των όπλων, κυρίως σε τεχνικό και στρατιωτικό λεξιλόγιο. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Η πλάκα βάσεως του τουφεκιού παρέχει επιπλέον άνεση κατά τη διάρκεια της βολής.
Ensure the butt plate is securely fastened before firing.
Βεβαιωθείτε ότι η πλάκα βάσεως είναι σωστά στερεωμένη πριν από τη βολή.
The design of the butt plate can influence the overall balance of the firearm.
Ο όρος "butt plate" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις που σχετίζονται με τα όπλα:
"Χτύπησε τον στόχο χάρη στην καλά ρυθμισμένη πλάκα βάσεώς του."
"A faulty butt plate can lead to inaccurate shots."
"Μια ελαττωματική πλάκα βάσεως μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβείς βολές."
"The importance of a good butt plate cannot be underestimated in competitive shooting."
Ο όρος "butt plate" προέρχεται από τη σύνθεση δύο αγγλικών λέξεων: "butt," που σημαίνει το οπίσθιο μέρος (π.χ. η κορυφή του όπλου ή η πλάτη), και "plate," που αναφέρεται σε επίπεδη επιφάνεια ή κάλυμμα.