Butt rot (όρος) - είναι φράση που χρησιμοποιείται στην καθημερινή αγγλική γλώσσα.
/bʌt rɒt/
Ο όρος "butt rot" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση, συχνά στην κηπουρική και τη γεωργία, όπου το κάτω μέρος ενός φυτού σαπίζει ή είναι υπόκειται σε μόλυνση. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω υπερβολικής υγρασίας, κακής αποστράγγισης ή μυκητολογικών παραγόντων.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικούς ή κηπουρικούς κύκλους και λιγότερο στη γενική γλώσσα. Η χρήση του είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο από ότι στον προφορικό λόγο.
The farmer noticed some butt rot on his tomato plants this year.
(Ο αγρότης παρατήρησε λίγο σάπισμα του κάτω μέρους στα τοματίνια του φέτος.)
Proper watering techniques can help prevent butt rot in vegetables.
(Οι σωστές τεχνικές ποτίσματος μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη του σαπίσματος του κάτω μέρους σε λαχανικά.)
Ο όρος "butt rot" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις στα Αγγλικά.
Η λέξη "butt" προέρχεται από τη μεσαία Αγγλική λέξη "butt," που σημαίνει το κάτω μέρος ή το πίσω μέρος, ενώ η λέξη "rot" προέρχεται από τη γερμανική λέξη "rot" που σημαίνει σάπια. Ο συνδυασμός τους δηλώνει σαφή κίνδυνο σήψης και φθοράς.