Το "buttered joint" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/bʌtərd dʒɔɪnt/
Η φράση "buttered joint" δεν είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη έκφραση στα Αγγλικά και συνήθως αναφέρεται σε ένα σημείο ή μια άρθρωση που έχει βελτιωθεί ή είναι λιπαρή, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Η ερμηνεία της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Η χρήση της σε προφορικό λόγο μπορεί να είναι σπάνια, ενώ η παρουσία της στο γραπτό πλαίσιο πιθανόν να είναι περιορισμένη.
"The mechanic applied a buttered joint to the rusted parts."
"Ο μηχανικός εφαρμόσε μια βουτυρωμένη άρθρωση στα σκουριασμένα μέρη."
"In cooking, a buttered joint can make all the difference in flavor."
"Στη μαγειρική, μια βουτυρωμένη άρθρωση μπορεί να κάνει τη διαφορά στη γεύση."
Η φράση "buttered joint" δεν είναι από μόνες τους συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συμπεριληφθεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται στις βελτιώσεις ή προσθήκες που γίνονται σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση, όπως:
"He treated the old door like a buttered joint, making it smooth and slick."
"Έφερε την παλιά πόρτα σαν μια βουτυρωμένη άρθρωση, κάνοντάς την λεία και στιλπνή."
"When you're feeling down, sometimes a buttered joint in your routine can lift your spirits."
"Όταν είσαι σε κακή διάθεση, μερικές φορές μια βουτυρωμένη άρθρωση στη ρουτίνα σου μπορεί να αναδείξει το ηθικό σου."
Η λέξη "buttered" προέρχεται από το ρήμα "butter," που σημαίνει να εφαρμόζει βούτυρο ή να λιπαίνει, ενώ η λέξη "joint" προέρχεται από το λατινικό "junctus," που σημαίνει ενωμένος ή συνδεδεμένος.
Συνώνυμα: - Lubricated joint (λιπαντική άρθρωση) - Smooth connection (λεία σύνδεση)
Αντώνυμα: - Stiff joint (άνευ άρθρωση) - Rusty connection (σκουριασμένη σύνδεση)