Buttoned-down είναι επίθετο.
/ˈbʌt.ənd.daʊn/
Η λέξη buttoned-down χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα στυλ ρούχων ή μια προσωπικότητα που είναι συντηρητική, επίσημη ή περιορισμένη σε πιο χαλαρές εκφράσεις. Συνήθως συνδέεται με άτομα που είναι προσεγμένα, ή που έχουν έναν αυστηρό επαγγελματικό ή κοινωνικό χαρακτήρα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνότερα σε περιβάλλοντα που αφορούν τη μόδα ή την επαγγελματική συμπεριφορά.
The meeting required a buttoned-down approach to ensure professionalism.
Η συνάντηση απαιτούσε μια κουμπωμένη προσέγγιση για να εξασφαλιστεί η επαγγελματικότητα.
He prefers to dress in a buttoned-down style for work.
Προτιμά να ντύνεται με έναν κουμπωμένο στυλ για τη δουλειά.
Her buttoned-down demeanor made her seem very serious.
Η κουμπωμένη της στάση την έκανε να φαίνεται πολύ σοβαρή.
Η λέξη buttoned-down χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη σοβαρότητα και τον επαγγελματισμό. Ορισμένες περιφράσεις είναι:
Buttoned-down personality: She has a buttoned-down personality at work, which inspires confidence in her colleagues.
Έχει μια κουμπωμένη προσωπικότητα στη δουλειά, που εμπνέει εμπιστοσύνη στους συναδέλφους της.
Buttoned-down style of leadership: His buttoned-down style of leadership helps maintain order in the office.
Ο κουμπωμένος στυλ ηγεσίας του βοηθά να διατηρείται η τάξη στο γραφείο.
Buttoned-down attire: For the conference, everyone was expected to wear buttoned-down attire to look professional.
Για τη διάσκεψη, όλοι αναμένονταν να φορούν κουμπωμένα ρούχα για να φαίνονται επαγγελματίες.
Buttoned-down approach to life: She has a buttoned-down approach to life, focusing only on work and responsibilities.
Έχει μια κουμπωμένη προσέγγιση στη ζωή, επικεντρωμένη μόνο στη δουλειά και τις ευθύνες.
Buttoned-down attitude: His buttoned-down attitude often makes social gatherings awkward.
Η κουμπωμένη του στάση συχνά καθιστά τις κοινωνικές συγκεντρώσεις άβολες.
Η λέξη buttoned-down προέρχεται από τη φράση “button down”, αναφερόμενη σε πουκάμισα με κουμπιά που κρατούν την κολάρο στη θέση του, δίνοντάς τους μια πιο επίσημη και συγκρατημένη εμφάνιση. Είναι τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960.
Συνώνυμα: - συντηρητικός - αυστηρός - επαγγελματικός
Αντώνυμα: - χαλαρός - ανεπίσημος - ελεύθερος (ή ατημέλητος)