Η λέξη "buttons" είναι ανεξάρτητο ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
ΙΔΦΑ: /ˈbʌtənz/
Η λέξη "buttons" αναφέρεται σε μικρές, συνήθως στρογγυλές ή τετράγωνες, συσκευές που χρησιμοποιούνται για το κλείσιμο ή την απελευθέρωση ενός αντικειμένου, όπως ρούχα ή ηλεκτρονικές συσκευές. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα.
I need to sew on some buttons to this shirt.
(Πρέπει να ράψω μερικά κουμπιά σε αυτό το πουκάμισο.)
She pressed the buttons on the remote control.
(Αυτή πάτησε τα κουμπιά στο τηλεχειριστήριο.)
The buttons on my jacket are very stylish.
(Τα κουμπιά της τζάκετ μου είναι πολύ κομψά.)
Η λέξη "buttons" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Push someone's buttons
(Προκαλώ κάποιον σκόπιμα)
She knows how to push my buttons.
(Ξέρει πώς να με προκαλεί σκόπιμα.)
Button your lip
(Κλείνω το στόμα μου)
It's better to button your lip during the meeting.
(Είναι καλύτερο να κλείσεις το στόμα σου κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Cut to the chase and push the button
(Προχωράω στα σοβαρά και κάνω την κίνηση)
Let's cut to the chase and push the button on this project.
(Ας προχωρήσουμε στα σοβαρά και κάνουμε την κίνηση σε αυτό το έργο.)
Η λέξη "button" προέρχεται από το γαλλικό "bouton", που σημαίνει "άνθος" ή "κομμάτι", το οποίο κανόνισε την έννοια του κόμπου ή του κουμπιού για κλείσιμο.
Αυτή είναι η πληροφορία σχετικά με τη λέξη "buttons".