Butylation είναι ουσιαστικό.
/ˌbjuː.tɪˈleɪ.ʃən/
Η λέξη "butylation" αναφέρεται στη χημική διαδικασία κατά την οποία προστίθεται μια υποκαταστάτης βουτυλίου (butyl group) σε μια ένωση. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται συχνά στη χημική βιομηχανία, ιδίως στην παραγωγή πολυμερών και άλλων χημικών προϊόντων. Στη γλώσσα των επιστημών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά άρθρα και χημικές αναλύσεις.
Η βουτυλίαση του πολυμερούς ενισχύει τη θερμική του σταθερότητα.
Researchers are studying the effects of butylation on chemical reactivity.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις της βουτυλίασης στην χημική αντιδραστικότητα.
Butylation can improve the performance of lubricants.
Η λέξη "butylation" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή Αγγλική γλώσσα λόγω της ειδικής της σημασίας στον τομέα της χημείας. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές λέξεις για να σχηματίσει τεχνικούς όρους.
Οι αντιδράσεις βουτυλίασης απαιτούν συχνά συγκεκριμένους καταλύτες για αποτελεσματικότητα.
The significance of butylation in synthetic chemistry cannot be overstated.
Η σημασία της βουτυλίασης στη συνθετική χημεία δεν μπορεί να υπερτονιστεί.
A clear understanding of butylation processes is essential for chemists.
Η λέξη "butylation" προέρχεται από το βουτύλιο (butyl), που είναι μια ομάδα υποκαταστάτη που περιλαμβάνει τέσσερις άνθρακες (C4) και τη χημική κατάληξη "-ation", που υποδηλώνει τη διαδικασία ή την πράξη.
Συνώνυμα: - υδρογονωμένη (hydrogenated) (σε συγκεκριμένα χημικά πλαίσια)
Αντώνυμα: - αποβουτυλίαση (debutylation)
Αυτή η αναλυτική προσέγγιση της λέξης "butylation" προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της σημασίας και της χρήσης της.