buyer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

buyer (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

buyer: ουσιαστικό (noun)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈbaɪər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "buyer" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια οντότητα που αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες μέσω χρηματικής συναλλαγής. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων και καταναλωτικών συναλλαγών. Η χρήση της λέξης "buyer" είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The buyer decided to purchase the new car after a test drive.
  2. Ο αγοραστής αποφάσισε να αγοράσει το νέο αυτοκίνητο μετά από μια δοκιμαστική οδήγηση.

  3. Many buyers are searching for properties in the neighborhood.

  4. Πολλοί αγοραστές ψάχνουν για ακίνητα στη γειτονιά.

  5. The online store has many options for buyers looking for deals.

  6. Το διαδικτυακό κατάστημα έχει πολλές επιλογές για αγοραστές που ψάχνουν για προσφορές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "buyer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επιχειρηματικά και οικονομικά συμφραζόμενα.

Ετυμολογία

Η λέξη "buyer" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "bycian", που σημαίνει "αγοράζω", και χρησιμοποιείται ως αναφορά σε εκείνον που πραγματοποιεί την αγορά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - purchaser (αγοραστής) - customer (πελάτης)

Αντώνυμα: - seller (πωλητής) - vendor (προμηθευτής)



25-07-2024