buyer: ουσιαστικό (noun)
/ˈbaɪər/
Η λέξη "buyer" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια οντότητα που αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες μέσω χρηματικής συναλλαγής. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων και καταναλωτικών συναλλαγών. Η χρήση της λέξης "buyer" είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Ο αγοραστής αποφάσισε να αγοράσει το νέο αυτοκίνητο μετά από μια δοκιμαστική οδήγηση.
Many buyers are searching for properties in the neighborhood.
Πολλοί αγοραστές ψάχνουν για ακίνητα στη γειτονιά.
The online store has many options for buyers looking for deals.
Η λέξη "buyer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επιχειρηματικά και οικονομικά συμφραζόμενα.
"Σε οποιαδήποτε αγορά, είναι σημαντικό για έναν αγοραστή να προσέχει τις απάτες."
Buyer's market:
"Αυτή τη στιγμή είναι μια αγορά για αγοραστές λόγω του υψηλού αριθμού διαθέσιμων σπιτιών."
Buyer's remorse:
Η λέξη "buyer" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "bycian", που σημαίνει "αγοράζω", και χρησιμοποιείται ως αναφορά σε εκείνον που πραγματοποιεί την αγορά.
Συνώνυμα: - purchaser (αγοραστής) - customer (πελάτης)
Αντώνυμα: - seller (πωλητής) - vendor (προμηθευτής)