Η φράση "bypassed loop" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/bʌɪˈpæsɪd luːp/
Η φράση "bypassed loop" αναφέρεται σε ένα βρόχο (loop) που έχει παρακαμφθεί, δηλαδή έχει παραληφθεί ή έχει παραμεριστεί κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας. Αυτός ο όρος συχνά χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή προγραμματισμένα περιβάλλοντα. Η χρήση της είναι σχετικά πιο συχνή σε γραπτό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με πληροφορική ή μηχανική.
Το σύστημα εκτέλεσε έναν παρακαμφθέντα βρόχο για να βελτιώσει την αποδοτικότητα.
Bypassing loops can sometimes lead to unexpected results in the program.
Η παράκαμψη βρόχων μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε απροσδόκητα αποτελέσματα στο πρόγραμμα.
She had to redesign the logic to avoid the bypassed loop.
Λόγω του συγκεκριμένου σημασιολογικού περιεχομένου της φράσης, δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν. Ωστόσο, η έννοια της παράκαμψης μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες γενικές χρήσεις:
Αποφασίσαμε να πάρουμε την παρακαμφθείσα διαδρομή γύρω από τα εμπόδια.
"In programming, a bypassed loop can signify a shortcut to a solution."
Στον προγραμματισμό, ένας παρακαμφθέν βρόχος μπορεί να σημαίνει μια συντόμευση προς μια λύση.
"During the meeting, they discussed whether the bypassed loop was necessary for the project."
Η λέξη "bypass" προέρχεται από τη σύνθεση του πρόθετου "by" και του ουσιαστικού "pass", υπονοώντας την έννοια της παράκαμψης κάτι. Ο όρος "loop" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "lōp", που σημαίνει να γυρίζει ή να κάνει κύκλο.
Συνώνυμα: - Evaded loop - Avoided loop
Αντώνυμα: - Engaged loop - Active loop