Δηλωτική ονομασία (Noun)
/ˈkeɪbl ˈmoʊdəm/
Το cable modem είναι μια συσκευή που επιτρέπει τη σύνδεση στο Internet μέσω καλωδίων τηλεόρασης. Λειτουργεί μετατρέποντας τα σήματα του Internet σε ψηφιακή μορφή που μπορεί να διαβαστεί από υπολογιστές και άλλες συσκευές. Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικιακές και εμπορικές εγκαταστάσεις.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στη γραπτή γλώσσα σε τεχνικά κείμενα ή οδηγίες, αλλά και στην προφορική γλώσσα όταν συζητούνται θέματα σχετικά με την ευρυζωνική σύνδεση.
Το νέο καλωδιακό μόντεμ βελτίωσε σημαντικά την ταχύτητα του Internet μου.
You need to connect the cable modem to the wall outlet.
Πρέπει να συνδέσεις το καλωδιακό μόντεμ στην πρίζα του τοίχου.
I had to reset my cable modem to fix the connection issues.
Η φράση "cable modem" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορείς να συναντήσεις κάποιες σχετικές εκφράσεις στον τομέα της τεχνολογίας:
Η σύνδεση του καλωδιακού μόντεμ είναι το πρώτο βήμα για να συνδεθείς στο διαδίκτυο.
"A faulty cable modem can disrupt your Internet service."
Ένα ελαττωματικό καλωδιακό μόντεμ μπορεί να διαταράξει την υπηρεσία Internet σου.
"Always check your cable modem settings if you're experiencing slow speeds."
Η λέξη "cable" προέρχεται από το λατινικό "capulum" που σημαίνει "όγκος" ή "τμήμα", και "modem" είναι συντομογραφία του "modulator-demodulator", υποδεικνύοντας τη λειτουργία της συσκευής στην επεξεργασία δεδομένων.
Συνώνυμα: - Broadband modem - DSL modem (σε διαφορετικό πλαίσιο χρήσης)
Αντώνυμα: - Dial-up modem (που αναφέρεται σε παλαιότερη τεχνολογία σύνδεσης)
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα για το "cable modem".