Ο όρος "cable-suspension idler" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή
/cˈeɪbəl səˈspɛnʃən ˈaɪdlər/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
«αναρτητός οδηγός καλωδίου»
Σημασία της λέξης
Ο όρος "cable-suspension idler" αναφέρεται σε μια μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται σε συστήματα ανάρτησης καλωδίων ή στην αναρτημένη υποστήριξη καλωδίων. Ο «idler» είναι συνήθως μια μηχανική ρύθμιση που αποτρέπει την τριβή και παρέχει υποστήριξη στο καλώδιο, ενώ η ανάρτηση εξασφαλίζει ότι το καλώδιο παραμένει σε σωστή θέση και δεν επηρεάζεται από εξωτερικές δυνάμεις.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και μηχανικά κείμενα.
Συχνότητα χρήσης: Σχετικά σπάνιος, κυρίως σε επαγγελματικά ή βιομηχανικά περιβάλλοντα.
Προφορικός ή γραπτός λόγος: Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο σε τεχνικές αναφορές.
Παραδειγματικές προτάσεις
The engineer installed the cable-suspension idler to ensure the wire remains properly aligned.
Ο μηχανικός εγκατέστησε τον αναρτητό οδηγό καλωδίου για να διασφαλίσει ότι το σύρμα παραμένει σωστά ευθυγραμμισμένο.
A properly functioning cable-suspension idler is vital for the stability of the system.
Ένας σωστά λειτουργών αναρτητός οδηγός καλωδίου είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα του συστήματος.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Ο όρος "cable-suspension idler" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, γενικά η έννοια της αναρτημένης υποστήριξης μπορεί να συνδεθεί με ορισμένες αναφορές στην τεχνολογία και τη μηχανική.
"In construction, the cable-suspension system is often likened to the backbone of the structure."
Στην κατασκευή, το σύστημα ανάρτησης καλωδίων συχνά παρομοιάζεται με τη σπονδυλική στήλη της δομής.
"When designing a bridge, the engineers must carefully consider the role of the cable-suspension idler."
Κατά την σχεδίαση μιας γέφυρας, οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τον ρόλο του αναρτητού οδηγού καλωδίου.
Ετυμολογία της λέξης
«Cable»: Προέρχεται από το λατινικό "capulum," που σημαίνει «σύρμα» ή «νημάτινος σύνδεσμος».
«Suspension»: Προέρχεται από το λατινικό "suspensio," που σημαίνει «αναστολή».
«Idler»: Προέρχεται από το παλαιά αγγλική λέξη “idlen” που δηλώνει «αδρανής, χωρίς εργασία».