Η λέξη "caisson" αναφέρεται συνήθως σε μια ειδική δομή ή θάλαμο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή γεφυρών ή στο βυθό της θάλασσας για να διευκολύνει την εργασία σε υποβρύχια ή κατασκευαστικά έργα. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια μικρή κατασκευή που χρησιμεύει για την αποθήκευση και μεταφορά πυρομαχικών. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης παρατηρείται συχνότερα σε τεχνικά και μηχανικά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The workers built a caisson to create a dry environment for the underwater construction.
(Οι εργάτες κατασκεύασαν ένα καϊσόν για να δημιουργήσουν ένα ξηρό περιβάλλον για την υποβρύχια κατασκευή.)
During the project, the engineers often checked the caisson for structural integrity.
(Κατά τη διάρκεια του έργου, οι μηχανικοί ελέγχανε συχνά το καϊσόν για τη δομική του ακεραιότητα.)
The caisson method is commonly used in bridge construction to ensure safety and stability.
(Η μέθοδος καϊσόν χρησιμοποιείται συνήθως στην κατασκευή γεφυρών για να διασφαλίσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα.)
Η λέξη "caisson" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, ωστόσο η χρήση της σε κατασκευαστικά ή τεχνικά συμφραζόμενα μπορεί να οδηγήσει σε ίσως λιγότερο γνωστές φράσεις, όπως:
Caisson disease
This refers to decompression sickness often experienced by divers.
(Η νόσος του καϊσόν αναφέρεται στην ασθένεια αποσυμπίεσης που συχνά βιώνουν οι δύτες.)
Caisson lock
A device designed to allow boats to pass through a body of water by using a caisson.
(Η κλειδαριά καϊσόν είναι μια συσκευή σχεδιασμένη να επιτρέπει σε πλοία να περνούν μέσω μιας υδάτινης οδού χρησιμοποιώντας ένα καϊσόν.)
Η λέξη "caisson" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "caisson", που σημαίνει "κουτί" ή "θάλαμος". Η γαλλική λέξη προέρχεται από το λατινικό "capsa", που σημαίνει "κουτί".