Το "calendar year" είναι ουσιαστικό.
/ˈkæl.ən.dər jɪr/
Η φράση "calendar year" αναφέρεται σε μια περίοδο 12 μηνών που ξεκινά την 1η Ιανουαρίου και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημα ή λογιστικά συμφραζόμενα, όπου απαιτείται αναφορά σε συγκεκριμένα έτη για στατιστικούς ή φορολογικούς σκοπούς. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο, προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο στο γραπτό λόγο όπως σε νομικά κείμενα ή σε αναφορές.
Τα έσοδα της εταιρείας αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.
We need to submit our financial reports for the calendar year by the end of March.
Πρέπει να υποβάλουμε τις οικονομικές μας αναφορές για το ημερολογιακό έτος μέχρι το τέλος του Μαρτίου.
The calendar year ends on December 31st.
Η φράση "calendar year" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποιες φράσεις που αφορούν την οικονομία και τη φορολογία. Ακολουθούν 2-4 παραδείγματα:
Αυτή η δημοσιονομική απόφαση θα επηρεάσει το προσεχές ημερολογιακό έτος.
"We have to plan our budget for the entire calendar year."
Πρέπει να σχεδιάσουμε τον προϋπολογισμό μας για το ολόκληρο ημερολογιακό έτος.
"Results from the last calendar year have set a new benchmark."
Η λέξη "calendar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "calendarium", που σημαίνει "βιβλίο υποχρεώσεων" ή "ημερολόγιο", και "year" προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "jēr", που σημαίνει "χρόνος" ή "έτος". Η ενσωμάτωσή τους σχηματίζει τον όρο "calendar year".
Συνώνυμα: - fiscal year (φορολογικό έτος) - tax year (χρόνος φορολογίας)
Αντώνυμα: - lunar year (σεληνιακό έτος) - academic year (ακαδημαϊκό έτος)