Caliper είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈkælɪpər/
Η λέξη "caliper" αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του πάχους ή της διάμετρου ενός αντικειμένου. Συνήθως χρησιμοποιείται στη μηχανική και τη μεταποίηση, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικές εφαρμογές. Είναι διαθέσιμο σε διάφορους τύπους, όπως μηχανικοί ή ψηφιακοί καλυπτήρες. Η χρήση του είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικά συμφραζόμενα.
Χρησιμοποίησε έναν καλυπτήρα για να μετρήσει το πάχος του μεταλλικού φύλλου.
The carpenter checked the dimensions with a caliper to ensure accuracy.
Ο ξυλουργός έλεγξε τις διαστάσεις με έναν καλυπτήρα για να διασφαλίσει την ακρίβεια.
In engineering, a caliper is essential for precision work.
Η λέξη "caliper" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα. Ορισμένα συμφραζόμενα που χρησιμοποιούν την έννοια του ακριβούς μετρήματος περιλαμβάνουν:
Η κοπή του σε μέγεθος με έναν καλυπτήρα σημαίνει ότι το κάνουμε ακριβώς σωστά.
When precision matters, a caliper is your best friend.
Όταν η ακρίβεια μετράει, ο καλυπτήρας είναι ο καλύτερος φίλος σας.
Make sure to calibrate your caliper before taking measurements.
Η λέξη "caliper" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "calipra", που σημαίνει "εφαρμογή" ή "μέτρηση". Συνδέεται επίσης με την Ελληνική λέξη "καλπίς", που αναφέρεται σε γνώση ή μέτρηση.
Συνώνυμα: - Gauge (μέτρο) - Micrometer (μικρόμετρο) - Measuring instrument (μετρολογικό όργανο)
Αντώνυμα: - None (δεν υπάρχουν προφανή αντώνυμα κατηγορίας)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "caliper" στα Αγγλικά και την εφαρμογή της.