Η φράση "careless grace" λειτουργεί ως ουσιαστικό, ενώ η λέξη "careless" είναι επίθετο που περιγράφει την "grace" (χάρη).
/cɛr.ləs ɡreɪs/
Η φράση "careless grace" αναφέρεται σε μια μορφή χάρης ή ομορφιάς που φαίνεται φυσική και αβίαστη, παρόλο που μπορεί να μην είναι προσεγμένη ή να έχει κάποια τυχαιότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ένα άτομο που έχει φυσική γοητεία χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα ή ένα στυλ που είναι χαλαρό αλλά εντυπωσιακό.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και σε συναισθηματικά φορτισμένα κείμενα, όπως λογοτεχνία ή ποιήματα. Δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε καθημερινές συνομιλίες.
Her careless grace captivated everyone at the party.
Η αδιάφορη χάρη της είχε γοητεύσει όλους στο πάρτι.
The dancer moved with a careless grace that left the audience in awe.
Ο χορευτής κινούνταν με μια απρόσεκτη χάρη που άφησε το κοινό κατάπληκτο.
He carries himself with a certain careless grace that makes him stand out.
Φέρει τον εαυτό του με μια συγκεκριμένη αδιάφορη χάρη που τον κάνει να ξεχωρίζει.
Η φράση "careless grace" δεν συναντάται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συσχετιστεί με έννοιες και φράσεις που αναφέρονται στην ομορφιά και στη φυσικότητα. Παρακάτω παρατίθενται μερικές σχετικές φράσεις:
"She danced with a careless grace that made the performance unforgettable."
"Χόρεψε με μια αδιάφορη χάρη που έκανε την παράσταση αξέχαστη."
"His careless grace on stage drew applause from the audience."
"Η απρόσεκτη χάρη του στη σκηνή απέσπασε χειροκροτήματα από το κοινό."
"The artist's work reflects a careless grace that challenges traditional techniques."
"Το έργο του καλλιτέχνη αντικατοπτρίζει μια αδιάφορη χάρη που αμφισβητεί τις παραδοσιακές τεχνικές."
Η λέξη "careless" προέρχεται από τον αγγλικό όρο "care" (φροντίδα) με το πρόθεμα "less", που σημαίνει χωρίς φροντίδα. Η λέξη "grace" προέρχεται από τη λατινική λέξη "gratia" που σημαίνει χάρη ή ευγένεια.
Συνώνυμα: - natural elegance (φυσική ευγένεια) - effortless charm (χαριτωμένη ευκολία)
Αντώνυμα: - awkwardness (αδεξιότητα) - clumsiness (ασυνδραμιστικότητα)