Φράση (Adjective + Past Participle)
/kɛrˈlɛsli ˈnɒtɪd/
Η φράση "carelessly knotted" αναφέρεται σε κάτι που έχει δέσει (όπως μια κορδέλα, ένα σχοινί ή άλλως) με προφανή αμέλεια ή χωρίς κανένα προγραμματισμό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα δέσιμο που φαίνεται άμορφο, ανεπαρκές ή ελκυστικά πρόχειρο. Αυτός ο συνδυασμός λέξεων χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε περιγραφές ή σχόλια σχετικά με την εμφάνιση ή τη λειτουργικότητα.
The rope was carelessly knotted, making it difficult to untie.
Η κορδέλα ήταν αδέξια δεμένη, κάνοντάς την δύσκολη να ξετυλιχθεί.
She noticed the carelessly knotted scarf around her neck looked sloppy.
Παρατήρησε ότι η πρόχειρα δεμένη κασκόλ γύρω από τον λαιμό της φαινόταν άσχημη.
Η φράση "carelessly knotted" δεν είναι άμεσα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με παρόμοιες κριτικές ή περιγραφές, όπως:
Tied up with a careless knot
(Δεμένο με αδέξιο κόμπο)
This project feels tied up with a careless knot, lacking proper planning.
Αυτό το έργο φαίνεται να είναι δεμένο με αδέξιο κόμπο, στερούμενο κατάλληλου σχεδιασμού.
Like a carelessly knotted string
(Σαν μια αδέξια δεμένη κλωστή)
His thoughts were scattered, like a carelessly knotted string.
Οι σκέψεις του ήταν διασκορπισμένες, όπως μια αδέξια δεμένη κλωστή.
Συνώνυμα: - haphazardly tied (πρόχειρα δεμένο) - clumsily intertwined (άβολα μπλεγμένο)
Αντώνυμα: - neatly tied (καλά δεμένο) - carefully secured (προσεκτικά ασφαλισμένο)