Carpenter sea bream είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈkɑːr.pən.tər siː briːm/
Η carpenter sea bream αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ψαριού που ανήκει στην οικογένεια των σπάρτων και είναι γνωστό για το χαρακτηριστικό του εύθραυστο κρέας και τις γαστρονομικές του αξίες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε θαλάσσιες κουζίνες. Είναι συχνά προτιμώμενο για το μαγείρεμα και τη χρήση σε διαφορετικές συνταγές. Η συχνότητα χρήσης του όρου ενδέχεται να είναι υψηλότερη σε θαλάσσιες κουζίνες και γαστρονομικά άρθρα.
The fisherman caught a carpenter sea bream this morning.
(Ο ψαράς ψάρεψε ένα ψάρι μαραθί το πρωί.)
We had carpenter sea bream for dinner, and it was delicious.
(Είχαμε ψάρι μαραθί για δείπνο, και ήταν νοστιμότατο.)
Αν και δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν άμεσα την "carpenter sea bream", μπορεί να συνδεθεί με γαστρονομικά συμφραζόμενα. Αυτές οι εκφράσεις περιλαμβάνουν:
To fish for compliments: χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει κάτι μόνο και μόνο για να λάβει θετικά σχόλια.
Example: "He cooked the carpenter sea bream to fish for compliments from his guests."
(Έφτιαξε το ψάρι μαραθί για να πάρει κοπλιμέντα από τους καλεσμένους του.)
Bite off more than you can chew: όταν κάποιος αναλαμβάνει περισσότερα από αυτά που μπορεί να χειριστεί.
Example: "He wanted to prepare a feast, including carpenter sea bream, but he bit off more than he could chew."
(Ήθελε να ετοιμάσει μια γιορτή, συμπεριλαμβανομένου του ψαριού μαραθί, αλλά ανέλαβε περισσότερα από ό,τι μπορούσε να χειριστεί.)
Η λέξη carpenter προέρχεται από τη λατινική λέξη carpentarius, που σημαίνει ξυλουργός, και χρησιμοποιείται εδώ γιατί η μορφή του ψαριού είναι παρόμοια με αυτήν κάποιων ξυλουργικών εργαλείων. Ο όρος sea bream προέρχεται από τον Αγγλοσαξονικό όρο για τα ψάρια με ροπαλοειδές σώμα.
Bream (γενικός όρος για ψάρια αυτής της οικογένειας)
Αντώνυμα: