Η λέξη "carrier" είναι ουσιαστικό (noun) και "platoon" επίσης είναι ουσιαστικό (noun).
carrier: /ˈkɛr.i.ər/
platoon: /pləˈtuːn/
Carrier: Στη στρατιωτική γλώσσα, σημαίνει έναν φορέα ή μεταφορέα, που μπορεί να αναφέρεται σε στρατιωτικά οχήματα ή πλοία που μεταφέρουν δυνάμεις. Χρησιμοποιείται συχνά στο στρατιωτικό και εμπορικό πλαίσιο.
Platoon: Αναφέρεται σε μια στρατιωτική μονάδα ή ομάδα, συνήθως αποτελείται από αρκετές ομάδες πυροβολισμού και αποτελεί μέρος μιας εταιρίας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικό πλαίσιο.
Η χρήση τους είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ιδίως σε στρατιωτικά κείμενα ή έγγραφα.
The carrier platoon was deployed to the frontline for the operation.
Ο μεταφορέας πλάτος στάλθηκε στην πρώτη γραμμή για την επιχείρηση.
The commander assigned tasks to each member of the carrier platoon.
Ο διοικητής ανέθεσε καθήκοντα σε κάθε μέλος του μεταφορέα πλάτους.
The training of the new carrier platoon began last month.
Η εκπαίδευση του νέου μεταφορέα πλάτους ξεκίνησε τον περασμένο μήνα.
Η φράση "carrier platoon" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, το "carrier" και το "platoon" μπορεί να εμφανίζονται σε στρατιωτικές ιδιωματικές εκφράσεις.
A carrier of burdens often helps others.
Ένας μεταφορέας βαρών συχνά βοηθά τους άλλους.
The carrier of good news is always welcome.
Ο μεταφορέας καλών ειδήσεων είναι πάντα ευπρόσδεκτος.
He was promoted to squad leader in his platoon.
Προήχθη σε αρχηγό ομάδας στο πλάτος του.
The platoon moved in formation during the exercise.
Το πλάτος κινήθηκε σε σχηματισμό κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Carrier:
Συνώνυμα: transporter, delivery, conveyer
Αντώνυμα: receiver
Platoon:
Συνώνυμα: unit, section, team
Αντώνυμα: individual, solitary