Η λέξη "carrion" αναφέρεται σε νεκρά ζώα ή σε σάπιο κρέας που έχει απομείνει μετά τον θάνατο ενός ζώου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το κρέας που προσελκύει scavengers (απομεινάρια), όπως είναι οι αετοί και οι κορακοί. Στη γλώσσα των αγγλικών, η χρήση της είναι κυρίως γραπτή και λιγότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί σε συζητήσεις σχετικά με τη φύση και την οικολογία.
Οι γύπες κύκλωσαν πάνω από το πτώμα στο χωράφι.
The smell of the carrion made the hikers uncomfortable.
Η μυρωδιά του σάπιου κρέατος έκανε τους πεζοπόρους να νιώσουν άβολα.
Animals like hyenas often scavenge on carrion left behind by other predators.
Η λέξη "carrion" δεν είναι τόσο συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να συναντηθεί σε πιο γραφικές ή ποιητικές μορφές γλώσσας.
Οι τσακάλες είναι γνωστό ότι γιορτάζουν με πτώματα στην έρημο.
Carrion call
Ο τρομακτικός ήχος λειτούργησε ως κλήση για τα κοντινά απομεινάρια.
Carrion birds
Η λέξη "carrion" προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "charoign" και από το λατινικό "carnio," που σημαίνει "σάρκα."
Remains (υπόλοιπα)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η παρουσίαση της λέξης "carrion" με όλες τις σχετικές πληροφορίες.