Είναι μια φράση που αποτελείται από ένα ρήμα (carrying) και ένα ουσιαστικό (concealed weapons).
/kɛr.i.ɪŋ kənˈsiːld ˈwɛp.ənz/
Η φράση "carrying concealed weapons" αναφέρεται στην πράξη της μεταφοράς όπλων τα οποία δεν είναι εμφανή ή δεν είναι ορατά, συνήθως για λόγους ασφάλειας ή αυτοάμυνας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και στρατηγικά πλαίσια όσον αφορά την πολιτική γύρω από τα όπλα.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις για την οπλοκατοχή και την ασφάλεια. Αυτή η φράση είναι σχετικά κοινή και μπορεί να εκπροσωπήσει νομικές διαστάσεις, όπως νόμους που σχετίζονται με την κατοχή και τη χρήση κρυφών όπλων.
Πολλές πολιτείες έχουν νόμους που αφορούν τη μεταφορά κρυφών όπλων.
She felt safer knowing she was legally allowed to carry concealed weapons.
Η φράση "carrying concealed weapons" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να υπάρχει σε διάφορες φράσεις σχετικές με την ασφάλεια και την πολιτική της οπλοκατοχής.
Ταξιδεύει σε ορισμένες περιοχές όπου συνιστάται η μεταφορά κρυφών όπλων για προσωπική ασφάλεια.
There is a debate about the impact of carrying concealed weapons on crime rates.
Υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με την επίδραση της μεταφοράς κρυφών όπλων στα ποσοστά εγκλήματος.
Many gun owners believe that carrying concealed weapons gives them a sense of security.
Η λέξη "carrying" προέρχεται από το εγγλέζικο ρήμα "carry", που σημαίνει "μεταφέρω". Η λέξη "concealed" προέρχεται από το λατινικό "concelare", που σημαίνει "κρύβω". Ο όρος "weapons" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "wēpen" και αναφέρεται σε εργαλεία ή όργανα που χρησιμοποιούνται για επίθεση ή άμυνα.
Συνώνυμα - Carrying hidden arms - Carrying disguised weapons
Αντώνυμα - Carrying visible weapons - Open carry
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα και τις κοινωνικές διαστάσεις γύρω από την έννοια της "carrying concealed weapons".