carrying concealed weapons - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

carrying concealed weapons (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Είναι μια φράση που αποτελείται από ένα ρήμα (carrying) και ένα ουσιαστικό (concealed weapons).

Φωνητική μεταγραφή

/kɛr.i.ɪŋ kənˈsiːld ˈwɛp.ənz/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "carrying concealed weapons" αναφέρεται στην πράξη της μεταφοράς όπλων τα οποία δεν είναι εμφανή ή δεν είναι ορατά, συνήθως για λόγους ασφάλειας ή αυτοάμυνας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και στρατηγικά πλαίσια όσον αφορά την πολιτική γύρω από τα όπλα.

Η φράση χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις για την οπλοκατοχή και την ασφάλεια. Αυτή η φράση είναι σχετικά κοινή και μπορεί να εκπροσωπήσει νομικές διαστάσεις, όπως νόμους που σχετίζονται με την κατοχή και τη χρήση κρυφών όπλων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Many states have laws regarding carrying concealed weapons.
  2. Πολλές πολιτείες έχουν νόμους που αφορούν τη μεταφορά κρυφών όπλων.

  3. She felt safer knowing she was legally allowed to carry concealed weapons.

  4. Ένιωθε ασφαλέστερη γνωρίζοντας ότι επιτρέπεται νομίμως να φορεί κρυφά όπλα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "carrying concealed weapons" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να υπάρχει σε διάφορες φράσεις σχετικές με την ασφάλεια και την πολιτική της οπλοκατοχής.

  1. He travels in certain areas where carrying concealed weapons is recommended for personal safety.
  2. Ταξιδεύει σε ορισμένες περιοχές όπου συνιστάται η μεταφορά κρυφών όπλων για προσωπική ασφάλεια.

  3. There is a debate about the impact of carrying concealed weapons on crime rates.

  4. Υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με την επίδραση της μεταφοράς κρυφών όπλων στα ποσοστά εγκλήματος.

  5. Many gun owners believe that carrying concealed weapons gives them a sense of security.

  6. Πολλοί ιδιοκτήτες όπλων πιστεύουν ότι η μεταφορά κρυφών όπλων τους δίνει αίσθηση ασφάλειας.

Ετυμολογία

Η λέξη "carrying" προέρχεται από το εγγλέζικο ρήμα "carry", που σημαίνει "μεταφέρω". Η λέξη "concealed" προέρχεται από το λατινικό "concelare", που σημαίνει "κρύβω". Ο όρος "weapons" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "wēpen" και αναφέρεται σε εργαλεία ή όργανα που χρησιμοποιούνται για επίθεση ή άμυνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - Carrying hidden arms - Carrying disguised weapons

Αντώνυμα - Carrying visible weapons - Open carry

Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα και τις κοινωνικές διαστάσεις γύρω από την έννοια της "carrying concealed weapons".



25-07-2024