cartoonist - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cartoonist (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Cartoonist είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/kɑːrˈtuːnɪst/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Ο όρος cartoonist αναφέρεται σε ένα άτομο που δημιουργεί σκίτσα ή γελοιογραφίες. Οι σκιτσογράφοι εργάζονται συνήθως σε εφημερίδες, περιοδικά ή online πλατφόρμες, και η δουλειά τους περιλαμβάνει την απεικόνιση ιδεών, γεγονότων ή χαρακτήρων με χιούμορ και συχνά με άμεσες κοινωνικές ή πολιτικές δηλώσεις.

Στη σημερινή επικοινωνία, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορείτε επίσης να βρείτε αναφορές σε αυτόν τον όρο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς οι cartoonists εκτιμώνται στις κοινότητες τέχνης και δημοσιογραφίας.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The cartoonist illustrated the magazine's cover with a colorful drawing.
  2. Ο σκιτσογράφος εικονογράφησε το εξώφυλλο του περιοδικού με μια πολύχρωμη ζωγραφιά.

  3. Many cartoonists take inspiration from current events to create relevant content.

  4. Πολλοί σκιτσογράφοι αντλούν έμπνευση από τα τρέχοντα γεγονότα για να δημιουργήσουν σχετικό περιεχόμενο.

  5. The cartoonist's humorous style made the serious topic more approachable.

  6. Ο χιουμοριστικός στυλ του σκιτσογράφου έκανε το σοβαρό θέμα πιο προσιτό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη cartoonist μπορεί να μην είναι σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η επαγγελματική της χρήση είναι ευρέως γνωστή, όπως:

  1. A cartoonist at heart.
  2. Ένας σκιτσογράφος στην ψυχή.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που παρόλο που μπορεί να μην εργάζεται επισήμως ως σκιτσογράφος, έχει την ικανότητα και την αγάπη για το σχέδιο.

  4. Every cartoonist has their unique style.

  5. Κάθε σκιτσογράφος έχει το μοναδικό του στυλ.
  6. Αναφέρεται στη διαφοροποίηση των σκιτσογράφων μέσω των καλλιτεχνικών τους προτιμήσεων.

  7. A renowned cartoonist has a way with characters.

  8. Ένας διάσημος σκιτσογράφος έχει μοναδικό τρόπο με τους χαρακτήρες.
  9. Χρησιμοποιείται για να δείξει την ικανότητα ενός σκιτσογράφου να δημιουργεί εμβληματικούς χαρακτήρες.

Ετυμολογία

Η λέξη cartoonist προέρχεται από τη λέξη cartoon, η οποία έχει ιταλικές ρίζες. Η λέξη "carta" στα ιταλικά σημαίνει "χαρτί" και χρησιμοποιούνταν αρχικά για να περιγράψει σχέδια που είχαν σκοπό να γίνουν προσχέδια για μεγαλύτερες καλλιτεχνικές δουλειές. Ο όρος “cartoon” έγινε δημοφιλής στο αγγλικό γλωσσικό ιδίωμα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Σκιτσογράφος - Γελοιογράφος - Καλλιτέχνης σχέδιου

Αντώνυμα: - Φωτογράφος (σε πλήρη αντίθεση στην τέχνη) - Ρεαλιστής καλλιτέχνης (του οποίου το στυλ είναι κατά βάση ρεαλιστικό και όχι γελοιογραφικό)



25-07-2024