Cartoonist είναι ουσιαστικό.
/kɑːrˈtuːnɪst/
Ο όρος cartoonist αναφέρεται σε ένα άτομο που δημιουργεί σκίτσα ή γελοιογραφίες. Οι σκιτσογράφοι εργάζονται συνήθως σε εφημερίδες, περιοδικά ή online πλατφόρμες, και η δουλειά τους περιλαμβάνει την απεικόνιση ιδεών, γεγονότων ή χαρακτήρων με χιούμορ και συχνά με άμεσες κοινωνικές ή πολιτικές δηλώσεις.
Στη σημερινή επικοινωνία, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορείτε επίσης να βρείτε αναφορές σε αυτόν τον όρο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς οι cartoonists εκτιμώνται στις κοινότητες τέχνης και δημοσιογραφίας.
Ο σκιτσογράφος εικονογράφησε το εξώφυλλο του περιοδικού με μια πολύχρωμη ζωγραφιά.
Many cartoonists take inspiration from current events to create relevant content.
Πολλοί σκιτσογράφοι αντλούν έμπνευση από τα τρέχοντα γεγονότα για να δημιουργήσουν σχετικό περιεχόμενο.
The cartoonist's humorous style made the serious topic more approachable.
Η λέξη cartoonist μπορεί να μην είναι σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η επαγγελματική της χρήση είναι ευρέως γνωστή, όπως:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που παρόλο που μπορεί να μην εργάζεται επισήμως ως σκιτσογράφος, έχει την ικανότητα και την αγάπη για το σχέδιο.
Every cartoonist has their unique style.
Αναφέρεται στη διαφοροποίηση των σκιτσογράφων μέσω των καλλιτεχνικών τους προτιμήσεων.
A renowned cartoonist has a way with characters.
Η λέξη cartoonist προέρχεται από τη λέξη cartoon, η οποία έχει ιταλικές ρίζες. Η λέξη "carta" στα ιταλικά σημαίνει "χαρτί" και χρησιμοποιούνταν αρχικά για να περιγράψει σχέδια που είχαν σκοπό να γίνουν προσχέδια για μεγαλύτερες καλλιτεχνικές δουλειές. Ο όρος “cartoon” έγινε δημοφιλής στο αγγλικό γλωσσικό ιδίωμα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Συνώνυμα: - Σκιτσογράφος - Γελοιογράφος - Καλλιτέχνης σχέδιου
Αντώνυμα: - Φωτογράφος (σε πλήρη αντίθεση στην τέχνη) - Ρεαλιστής καλλιτέχνης (του οποίου το στυλ είναι κατά βάση ρεαλιστικό και όχι γελοιογραφικό)