Η φράση "case study" αναφέρεται σε μια ενδελεχή και συστηματική ανάλυση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, φαινομένου ή γεγονότος, με στόχο την κατανόηση ή την απόκτηση γνώσεων για το γενικότερο. Συχνά χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η επιστήμη, η εκπαίδευση και η επιχειρηματικότητα για την παρουσίαση εμπειριών και ευρημάτων από συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η χρήση της είναι αρκετά διαδεδομένη και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αν και πιο συχνά εμφανίζεται σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά κείμενα.
Ο καθηγητής ανέθεσε μια μελέτη περίπτωσης για τη συμπεριφορά των καταναλωτών για το ερευνητικό έργο.
In her presentation, she highlighted a successful case study from the tech industry.
Στην παρουσίασή της, τόνισε μια επιτυχημένη μελέτη περίπτωσης από τη βιομηχανία τεχνολογίας.
The case study revealed important insights into the challenges faced by small businesses.
Η φράση "case study" μπορεί να χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις:
Μια κλασική μελέτη περίπτωσης επιτυχίας.
This is a case study in resilience.
Αυτή είναι μια μελέτη περίπτωσης ανθεκτικότητας.
We can learn from the case study of failure in this project.
Μπορούμε να μάθουμε από τη μελέτη περίπτωσης αποτυχίας σε αυτό το έργο.
Her experience is a compelling case study for future researchers.
Η εμπειρία της είναι μια πειστική μελέτη περίπτωσης για τους μελλοντικούς ερευνητές.
Their approach provides a valuable case study for our understanding of better practices.
Η φράση "case study" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα. "Case" προέρχεται από τη λατινική λέξη "casus", που σημαίνει "περίπτωση". "Study" προέρχεται από την αρχαία γαλλική "estudier", που σημαίνει "να μάθεις", και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "studere", που σημαίνει "να προσπαθήσεις, να εστιάσεις".
Μελέτη περίπτωσης (case analysis)
Αντώνυμα: