Το "cash assets" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/cæʃ ˈæsɛts/
Τα "cash assets" αναφέρονται σε οικονομικούς πόρους που είναι άμεσα διαθέσιμοι σε μετρητά ή σε μορφή που μπορεί εύκολα και γρήγορα να μετατραπεί σε μετρητά. Αυτά τα συστατικά είναι ζωτικής σημασίας για μια εταιρεία ή έναν οργανισμό, καθώς παρέχουν ρευστότητα και δίνουν τη δυνατότητα κάλυψης άμεσων υποχρεώσεων.
Η χρήση του όρου είναι συχνή σε επιχειρηματικά και χρηματοοικονομικά πλαίσια, κυρίως σε οικονομικές αναφορές και ανάλυση ισολογισμού. Η χρήση του "cash assets" είναι πιο επικρατούσα σε γραπτό πλαίσιο.
Οι εταιρείες χρειάζονται να διατηρούν μια ισορροπία μεταξύ μετρητών και επενδύσεων.
Effective management of cash assets can prevent financial crises.
Η αποτελεσματική διαχείριση των χρηματικών διαθέσιμων μπορεί να αποτρέψει χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
Investors often look for companies with strong cash assets.
Ο όρος "cash assets" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομία:
Η κατοχή χρηματικών διαθέσιμων είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση δύσκολων καιρών.
"A strong portfolio includes a mix of investments and cash assets."
Ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνει έναν συνδυασμό επενδύσεων και χρηματικών διαθέσιμων.
"In the business world, cash assets can turn into opportunities."
Ο όρος "cash" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "caisse", που σημαίνει "κουτί" ή "ταμείο", και σχετίζεται με την ιδέα της εύκολης πρόσβασης σε χρήματα. Ο όρος "assets" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ad satis", που σημαίνει "ως προς το φροντίσιμα ή το ικανό".
cash equivalents (ισοδύναμα κέρδη)
Αντώνυμα: