Φράση (Phrasal verb)
/kæʃ ɪn/
Η φράση "cash in" χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τη διαδικασία της μετατροπής μιας επένδυσης ή άλλης μορφής αξίας σε μετρητά, ή την εκμετάλλευση μιας ευκαιρίας. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές συνομιλίες.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτές οικονομικές συνομιλίες.
I decided to cash in my stocks before the market crashed.
(Αποφάσισα να κάνω ρευστό τις μετοχές μου πριν από την κατάρρευση της αγοράς.)
She waited for the right moment to cash in her winnings.
(Περίμενε τη σωστή στιγμή για να εξαργυρώσει τα κέρδη της.)
You should cash in on your talents and start a business.
(Πρέπει να εκμεταλλευτείς τα ταλέντα σου και να ξεκινήσεις μια επιχείρηση.)
Η φράση "cash in" έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις:
Example: He tried to cash in on the popularity of the new trend.
(Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την δημοτικότητα της νέας τάσης.)
Cash in when the going is good:
Example: It's wise to cash in when the going is good rather than waiting.
(Είναι σοφό να κάνεις ρευστό όταν τα πράγματα είναι καλά αντί να περιμένεις.)
Cash in your chips:
Example: After winning big at the casino, he decided to cash in his chips and leave.
(Μετά από μια μεγάλη νίκη στο καζίνο, αποφάσισε να κάνει ρευστό τα μάρκα του και να φύγει.)
Cash in on a craze:
Example: The company managed to cash in on the latest fitness craze.
(Η εταιρεία κατάφερε να εκμεταλλευτεί την τελευταία μόδα στον τομέα της γυμναστικής.)
Cash in your rewards:
Η φράση "cash in" προέρχεται από το 19ο αιώνα, όπου η λέξη "cash" (μετρητά) χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει τη διαδικασία της μετατροπής δήλωσης αξίας σε χρήματα.
Συνώνυμα: - liquidate - convert to cash - realize
Αντώνυμα: - invest - hold - accumulate